Η έννοια της οικολογίας προσδιορίζεται διά της ελληνικής λέξης «οίκος», που σημαίνει κατοικία.

Η έννοια της κατοικίας έχει στη φύση αναφορά στο φυσικό δημιούργημα ως οργανική υπόσταση, που λειτουργεί στα πλαίσια

Του Αντώνη Καπετάνιου

της κοινότητας. Δηλαδή στη φύση, η σημασία του οίκου ως κατοικία μετατοπίστηκε από το σπίτι στην κοινότητα.

Κι αντίστοιχα, η επαγόμενη εκ του οίκου έννοια της οικονομίας συνάγεται εκ του τρόπου με τον οποίο η κοινότητα διαχειρίζεται το χρόνο, την εργασία και τους φυσικούς της πόρους. Δεν έχει δηλαδή η οικονομία έννοια χρηματική, όπως με τη σύγχρονη αντίληψη τής απεδόθη, αλλά διαχειριστική, κατά τη σημασία του οικονομείν διά του πράττειν.

Η οικολογία, που προήλθε ως έννοια διαμορφούμενη αντίστοιχα σε επιστήμη, από τον Γερμανό βιολόγο Ερνστ Χαίκελ το 1866, αποτέλεσε την επιστήμη που μελετά τη φυσική κοινότητα στα πλαίσια της σημασίας του οίκου, όπως παραπάνω τον προσδιορίσαμε –η ομόρριζη εξάλλου σημασία των λέξεων «οικολογία» και «οικονομία» το επιβεβαιώνει αυτό.

Η οικολογία αντιμετωπίζει ολιστικά τη φύση, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτήν και τον άνθρωπο με τις δραστηριότητές του, αφού τον εντάσσει ως συμμετέχων στο φυσικό γενόμενο, και αναμφισβητήτως διασυνδέει τη λειτουργία του οικολόγου με την περιβαλλοντική ηθική, καθώς δεν ημπορεί να ιδωθεί ο κόσμος ως Κόσμος, δηλαδή ως ολότητα, εάν η ιδέα του δεν εδράζεται σε μια ηθική για το γύρω ̇ μια ηθική που θ’ αφορά στο γύρω ως όλον κι όχι ως ανθρώπινο περίγυρο (ως ανθρώπινο περιβάλλον).

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο εμβληματικός Αμερικανός οικολόγος Άλντο Λίοπολντ στο έργο του «A Sand Country Almanac» (1949), «…ολόκληρη η ηθική στηρίζεται πάνω σ’ ένα συλλογισμό: το άτομο είναι μέλος μιας κοινότητας αλληλεξαρτώμενων μερών».
Οπότε ο οικολόγος ως επιστήμονας μελετά τις αλληλεξαρτώμενες κοινότητες, ενώ ο οικολόγος ως θεωρός, ως προσλήπτορας και πονητής νοιώθει το γύρω κι αντιλαμβάνεται ως συμμέτοχος τις οργανικές σχέσεις, διαμορφώνοντας έναν τρόπο ζωής σύμφωνα με τον προσδιορισμό του στη φυσική ολότητα. Εξαιτίας δε αυτού του ολιστικού χαρακτήρα πρόσληψης της φύσης στη συγκρότηση του οικολόγου, του μεν και του δεν, τον βλέπουμε να μεταπηδά συχνά από την επιστήμη και τη νοιώση της φύσης στην ηθική και τη συγκριτική φιλοσοφία.
Και δέστε τι το εκπληκτικό αποκάλυψε ο οικολόγος στον ανθρωποκεντρικό κόσμο του κυρίαρχου ανθρώπου, ότι ο «κυρίαρχος» άνθρωπος είναι τελικά ο αδύναμος κρίκος της τροφικής αλυσίδας, ότι είναι εξαιρετικά τρωτός και ευάλωτος, αφού μπορεί να στέκει στην κορυφή αυτής, όμως είναι εξαρτώμενος, άμεσα και καθοριστικά, από τ’ αδύναμα πλάσματα του κόσμου, που βρίσκονται στη βάση της τροφικής αλυσίδας (π.χ. τα βακτήρια), καθότι αυτές οι λιγότερο περίπλοκες μορφές της ζωής σταθεροποιούν ολόκληρη την οργανική κοινότητα, και είναι οι πλέον ζωτικής σημασίας μορφές για τη ζωή στη γη και για τη συνέχειά της. Όπως εύστοχα αναφέρει ο Αμερικανός καθηγητής Ρόντερικ Φρέντερικ Νας στα «Δικαιώματα της Φύσης», «Η οικολογία περιόρισε ακόμα περισσότερο την έπαρση της ανθρωπότητας»!

Από τον οίκο λοιπόν ως οργανική κοινότητα μεταβήκαμε στην τροφική αλυσίδα και κατόπιν στο οικοσύστημα. Το οικοσύστημα ως έννοια αντικατέστησε την κοινότητα, και προτάθηκε από τον Άγγλο βιολόγο Άρθουρ Τάνσλυ (Sir Arthur George Tansley) το 1935. Και τούτο διότι η έννοια της κοινότητας είχε οργανική αναφορά, ενώ το οικοσύστημα περιελάμβανε τα ζωντανά και μη ζωντανά πράγματα, καθώς και την ηλιακή ακτινοβολία. Η έννοια έτσι της ολότητας εμπεριέχεται σε αυτήν του οικοσυστήματος, καθόσον σε αυτό όλα του τα στοιχεία, οργανικά και μη, έμβια και άβια, συλλειτουργούν δημιουργώντας το ζωντανό φυσικό σύστημα, με τον άνθρωπο σε αυτό, όπου δηλοποιείται η ζωή. Λογίζεται δε ως σύστημα, ακριβώς επειδή σε αυτό περιλαμβάνεται συμμετέχοντας και η ανόργανη ύλη, ως μέρος του όλου.

Σήμερα καταλήγουμε να θεωρούμε ως φύση το άμεσο φυσικό περιβάλλον μας, που προσδιορίζεται με όρους της επιστήμης (της οικολογίας), ως κατηγορία περιβάλλοντος που εντάσσεται στο οικοσύστημα της βιόσφαιρας και είναι ένα σύστημα που καλύπτει την επιφάνεια του πλανήτη και βρίσκεται σε δυναμική ισορροπία. Σε κλίμακα δεκαετιών ή αιώνων κρατά μια σχετικά σταθερή κατάσταση, σε κλίμακα χιλιάδων ή εκατομμυρίων ετών δε, υφίσταται μια αργή εξέλιξη. Είναι ευσταθές, δηλαδή ικανό να διασώζει την ισορροπία του όταν διαταράσσεται, αρκεί οι διαταραχές να μην είναι υπερβολικές. Η διατήρηση αυτής της φυσικής σταθερότητας έχει καθοριστική σημασία για τους ζωντανούς οργανισμούς, αλλά και για την ανθρώπινη κοινωνία.

Η φύση μετά τούτων ειδώνεται ως σύστημα. Ως τέτοιο όμως, έχει αδυναμία νοηματοδότησής του, καθώς δεν αποδίδεται σύμφωνα με τη σημασία του και τον τρόπο λειτουργίας του. Κατανοώντας ο θεωρός τούτη την αδυναμία, της ολοκληρωμένης απόδοσής του, έδωσε επιθετικό προσδιορισμό στο σύστημα με βάση τη φύση του (τ’ ονόμασε φυσικό οικοσύστημα ή φυσικό περιβάλλον, κι όχι φύση), ούτως ώστε να το προσδιορίσει ως σύστημα πώχει φυσική διάσταση και τέτοιο προορισμό ̇ χωρίς μολοντούτο, στα πλαίσια της επιστήμης της οικολογίας να μπορεί ν’ αποδώσει τη συνολική έννοια της φύσης, στην οποία εμπεριέχονται συνδηλώσεις και θεωρήσεις που ξεπερνούν την ίδια την επιστήμη.
Στο επιπρόσθετο ζήτημα που τίθεται, της μη θεώρησης της φύσης στο επίπεδο της πνευματικής διάστασης, αλλά ενδεχομένως στο επίπεδο της υπερβατικής, καθόσον η φύση δεν έχει τη διάνοια (τη λογική) του ανθρώπου για να συγκροτήσει πνεύμα, ο οικολόγος απαντά σύμφωνα με τα λόγια του Γάλλου φιλοσόφου M. Merleau ‐ Ponty, στο έργο του «La nature, cours du College de France» (Ed. du Seuil, 1995), «…όπου υπάρχει φύση, υπάρχει ζωή που έχει νόημα, χωρίς όμως σκέψη (αυτή αποτελεί προνόμιο του ανθρώπου, ως απόρροια της νόησης). Η φύση λοιπόν έχει νόημα, χωρίς το νόημά της να έχει τεθεί από τη σκέψη. Είναι αυτοπαραγωγή νοήματος».
Η αντικειμενικότητα στην επιστήμη, που σε πολύ μεγάλο βαθμό υπάρχει και στις επιστήμες με οικολογικό περιεχόμενο ή αναφορά, γίνεται αποδεκτή από τον οικολόγο έως το βαθμό που εξυπηρετείται δι’ αυτής η ίδια η φύση σε σχέση με τον άνθρωπο, κι όχι ο άνθρωπος σε σχέση με τη φύση. Υπάρχει δηλαδή μια λειτουργική σχέση εξυπηρέτησης της φύσης για τον άνθρωπο, όμως στη βάση του σεβασμού για τη ζωή και απόδοσης αξίας σε κάθε οργανική και μη ύπαρξη –που όμως ως σύνολο αλληλεξαρτώμενων σχέσεων του οργανικού με το ανόργανο στοιχείο διαμορφώνει μια οργανική ολότητα, στην οποία συμβάλλει και από την οποία επωφελείται ο άνθρωπος.

Η λειτουργική παραπάνω σχέση καθίσταται αμφίδρομη και δεν είναι αντιθετική, αρκεί ο άνθρωπος να ιδωθεί στο γύρω και να λογίσει τη σημασία του σε σχέση και με τον ίδιον. Τούτη η διάσταση δίδει στη φύση εγγενή αξία, απορρέουσα από τη λογική ότι κάθε άτομο στο οργανικό σύνολο προσλαμβάνει εγγενή σημασία με την κατά αρχήν συνεισφορά του στη λειτουργική συνέχεια του κόσμου, αυτή που προσδιορίζεται ως εξέλιξη.
Διακινδυνεύοντας την «παγίδα» του σολοικισμού, λέγουμε τούτο: «επαναξιολογώντας τις αξίες που απαξιώσαμε στον ανάξιο βίο μας, αναβαθμιζόμαστε» –καθότι το νόημα προέχει φορές της γλωσσικής ορθότητας. Και η φύση έχει ανάγκη ν’ αξιωθεί για ν’ αναβαθμιστούμε ως ανθρωπότητα.

(από το βιβλίο μου “Οικολογική Σκέψη. Από τους πρωτοπόρους της Οικολογίας στον Εαυτό-Οικολόγο”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2020,https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=56147

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.