(Φωτογραφία: Konrad Helbig, Λέσβος 1965)

Γιατί να επιδιώκεται η προστασία και η αποκατάσταση του αγροτικού-ημιφυσικού περιβάλλοντος από τους κινδύνους που οι σύγχρονες πρακτικές το απειλούν; Γιατί να θεωρείται σημαντικό τ’ αγροτικά παραδοσιακά συστήματα να συνεχίσουν -κατά το δυνατό- να λειτουργούν, μέσα από διαδικασίες και πρακτικές που ίσχυαν και τα χαρακτήρισαν;
Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα προκύπτει μέσα από την κατανόηση του ρόλου και της σημασίας των παραδοσιακών αγροοικοσυστημάτων, τα οποία για αιώνες υποστήριξαν μια πλούσια ζωή (χλωρίδα και πανίδα) και διατήρησαν ζωντανό το χώρο της ελληνικής υπαίθρου –σε αυτά εξάλλου στηρίχθηκε η συγκρότησή του.
Σήμερα η γεωργική γη στην Ελλάδα καλύπτει το 30% της επικράτειας, ενώ αντίστοιχα τα βοσκοτόπια καλύπτουν το 39% του ελληνικού χώρου (ΕΣΥΕ, 2001). Η γεωργική χρήση της γης στη μεσογειακή λεκάνη και φυσικά στη χώρα μας, άρχισε πριν από 8.000 χρόνια περίπου, με την εκχέρσωση των δασών που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειάς της (η κτηνοτροφία προηγήθηκε χρονικά, καθότι δεν απαιτούσε μέσα-εργαλεία για την άσκησή της). Μετά την πάροδο πολλών ετών και με τις προσαρμογές που υπήρξαν, διαμορφώθηκαν τοπία εξαιρετικά, τοπία μεγάλης σπουδαιότητας για τον οικολογικό, αισθητικό και πολιτιστικό τους ρόλο, τα λεγόμενα αγροτικά παραδοσιακά τοπία της μεσογειακής λεκάνης.
Τα αγροτικά αυτά τοπία αποτελούν μωσαϊκά χρήσεων γης, τα οποία χαρακτηρίζονται από ετερογένεια και εναλλαγή μικροπεριβαλλόντων, αποτελούμενα από αγρούς, στους οποίους παρεμβάλλονται συστάδες δένδρων και δάση, αγροικίες, τέλματα, λιμνούλες, παρόχθια βλάστηση κ.ά. Υπάρχει δηλαδή συνδυασμός γεωργικών εκμεταλλεύσεων με ημι-φυσικές εκτάσεις, με ανθρώπινες κατασκευές και με φυσικά οικοσυστήματα (τα στοιχεία που τα δηλοποιούν είναι η ανομοιογένεια, τα μικρά μεγέθη, οι μικρόκοσμοι και τα μωσαϊκά). Στην Ελλάδα, λόγω της μεγάλης ποικιλομορφίας των εδαφικών και κλιματικών συνθηκών της, και λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης ορεινών περιοχών και νησιών της, διαμορφώθηκαν εξαιρετικά αγροοικοσυστήματα, στα οποία αναπτύχθηκε πολυτυπία παραγωγικών συστημάτων, με μεγάλο αριθμό τοπικών καλλιεργούμενων φυτικών ειδών και φυλών αγροτικών ζώων, και βιοποικιλότητα υψηλή, λόγω της παρουσίας φυσικής χλωρίδας και πανίδας, η οποία διατηρήθηκε.
Παράλληλα ή συμπληρωματικά στα παραπάνω, διαμορφώθηκαν κι εξαιρετικής σημασίας δασολιβαδικά συστήματα (βοσκότοποι, που ο βαθμός συγκόμωσης των δασοπονικών ειδών είναι κάτω του 40%), τα οποία υπολογίζεται σήμερα ότι καταλαμβάνουν έκταση του ελλαδικού χώρου μεγαλύτερη των 2 εκατ. εκταρίων (Μαντζανάς Κ, Τσατσιάδης Ε., Ισπικούδης Ι., Παπαναστάσης Β., «Σχέδιο απογραφής δασολιβαδικών συστημάτων στην Ελλάδα», 5ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο, Ηράκλειο Κρήτης, 1-3 Νοεμβρίου 2006, σελ. 227-232 των πρακτικών).
Επίσης -κάτι που είναι πολύ σημαντικό-, ο μεγάλος αριθμός ειδών και ποικιλιών φυτών των παραπάνω συστημάτων, προέρχεται από το εγχώριο αβελτίωτο γενετικό υλικό, που βρίσκεται σε μικρές και γεωγραφικά διάσπαρτες εκτάσεις, υπό ετερογενείς συνθήκες και καθεστώς συνεχούς εξέλιξης. Τούτο προσφέρει σε μεγάλο βαθμό στη βιοποικιλότητα.
Λόγω της δομής και της συστάσεώς τους, τα συγκεκριμένα τοπία χαρακτηρίζονται κατά βάσιν ως οικολογικά. Τι είναι οικολογικό τοπίο; Το τοπίο που συνίσταται από μωσαϊκό διαφορετικών χρήσεων γης, δηλαδή οικοσυστημάτων υφισταμένων διαφορετικές μορφές και εντάσεις διαταραχής, που επαναλαμβάνονται δημιουργώντας ένα τυπικό μόρφωμα σε κλίμακες χώρου και τάξης του χιλιομέτρου ως δεκάδας χιλιομέτρων (Τρούμπης Ανδρ., «Οικολογικό τοπίο: το παιχνίδι της κλίμακας», επιστημονικό συμπόσιο για το Αγροτικό Τοπίο, Κτήμα Μερκούρη, Κορακοχώρι Ηλείας 19-7-2003). Το οικολογικό τοπίο χαρακτηρίζει οικοσυστημικά μορφώματα του χώρου, απογυμνωμένα από μορφολογικούς χαρακτηρισμούς, που επιδρούν αυτοτελώς επί των θεμελιωδών φυσικών και βιολογικών διεργασιών των οικοσυστημάτων. Προχωρώντας παραπέρα, σ’ ότι αφορά στην εξέλιξη των συγκεκριμένων τοπίων, βλέπουμε ότι αυτά υπόκεινται σε μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας, σε τρεις χρόνους ταυτόχρονα: το γεωλογικό, το γεωμορφολογικό και τον οικολογικό. Οι τεκτονικές κινήσεις με τις ορογενέσεις, αφορούν τον πρώτο χρόνο. Οι γεωμορφολογικές διεργασίες, που σχετίζονται με τη δημιουργία του αναγλύφου και την εδαφογένεση, αφορούν το δεύτερο χρόνο. Οι οικολογικές διεργασίες, που σχετίζονται με τη διαδοχή της βλάστησης και τις ανακατατάξεις στο φυσικό περιβάλλον, αφορούν τον τρίτο χρόνο (βλέπε την ίδια ανωτέρω πηγή). Τι θέλουμε να πούμε με τα παραπάνω; Ότι τα αγροτικά τοπία, ως οικολογικά, βρίσκονται σε μια δυναμική εξέλιξης, συνεχούς ροής και δράσης, δεν είναι στατικά περιβάλλοντα, και, παρά το γεγονός ότι είναι ανθρωπογενή, έχουν φυσική πορεία –προϋπόθεση βεβαίως γι’ αυτό είναι ο άνθρωπος-διαχειριστής να μην ανατρέψει τις ισορροπίες που ο ίδιος δημιούργησε.
Από οικολογική άποψη, τα συστήματα αυτά είναι σταθερότερα από οποιαδήποτε μορφή συμβατικής γεωργίας, ως προς την προστασία του εδάφους, τη βελτίωση του περιβάλλοντος και των βιοτόπων για την άγρια πανίδα, τη διασφάλιση της σταθερότητας και λειτουργικότητας των οικοσυστημάτων, αλλά και τη διατήρηση και βελτίωση των ανεπανάληπτων τοπίων της χώρας μας (Ισπικούδης, 2005).
Σύμφωνα με τους Naveh και Vernet: «Στη μακραίωνη ιστορία της αγρο-ποιμενικής εκμετάλλευσης, οι ημι-φυσικοί και κτηνοτροφικοί οικότοποι των μεγάλων δασών, των θαμνότοπων, των δασότοπων και των λιβαδιών, μαζί με τους γεωργικούς οικότοπους των αναβαθμίδων, των κατά τόπους χειρωνακτικών πολυκαλλιεργειών σε βραχώδη εδάφη δημιούργησαν ένα μωσαϊκό τοπίων. Η μετάδοση της γονιμότητας με τη βοσκή ζώων και των σπόρων με το λιβάδιασμα, τα άγρια χορτοφάγα και τα έντομα δημιούργησαν ιδανικές συνθήκες για την πανηγυρική είσοδο και την αυτόματη διασταύρωση άγριων και ήμερων φυτών και βιοτόπων» (Naveh Z. και Vernet J-L., «The Palaeohistory of the Mediterranean biota», Groves & Di Castri, 1991).
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Γάλλος στοχαστής και αρχαιολόγος Edgar Quiner, είχε κατανοήσει ήδη από το έτος 1830 (που πραγματοποίησε το οδοιπορικό του στη χώρα μας) την ιδιαίτερη τούτη φύση της Μεσογείου, στην οποία ο άνθρωπος έχει ενεργό ρόλο. Έγραφε σχετικά: «Αν και κάθε περιοχή (της Ελλάδας) διακρίνεται από μια καθαρά δική της χλωρίδα, που έχει ιδιαίτερη μορφή, ένας νόμος πιο ισχυρός ενώνει μέσα στην ίδια αρμονία τη φυσιογνωμία των φυτικών μορφών, με τη φυσιογνωμία των ανθρώπινων κοινωνιών» (Quinet Ε., «Η Ελλάδα του 1830 και οι σχέσεις της με την αρχαιότητα», μετάφραση: Λίλα Γκινάκα, πρόλογος: Τάσος Βουρνάς, εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1988, σελ. 240).
Στα αγροοικοσυστήματα που παραπάνω περιγράφηκαν, συναντούμε στοιχεία που χαρακτηρίζουν το αγροτικό παραδοσιακό τοπίο, όπως είναι οι φυτοφράκτες, οι νησίδες φυσικής βλάστησης ή οι συστάδες δένδρων στα όρια των αγρών, οι ξερολιθιές (που συνδυάζονται με την παρουσία βλάστησης, θάμνων ή ημίδενδρων), οι πετρότοιχοι, τ’ αρδευτικά κανάλια, τα ρέματα με την παρόχθια βλάστηση που τα συνοδεύει8, οι ακαλλιέργητες λωρίδες μεταξύ των αγρών κ.ά. Όλα αυτά αποτελούν τα λεγόμενα «γραμμικά δομικά στοιχεία» του αγροτικού τοπίου. Επίσης, συναντούμε και στοιχεία που βρίσκονται εντός των αγρών, όπως τα μεμονωμένα δένδρα, οι αναβαθμίδες, οι ακαλλιέργητες νησίδες κ.λπ. Μέρος των παραπάνω στοιχείων συναντούμε και στις παραδοσιακές δενδροκαλλιέργειες, όπως π.χ. στους ελαιώνες.
Οι δασώδεις εκτάσεις, που συνδυάζονται (εναλλάσσονται και συνέχονται) με ακανόνιστα χωράφια κι ελεύθερα τοπία και βοσκοτόπους, διαμορφώνουν και συνθέτουν ένα βασικό μέρος του χαρακτηριζόμενου ως μεσογειακό φυσικό τοπίο.
Μια όμορφη περιγραφή του κλασικού ελληνικού αγροτικού τοπίου δίνεται από τον Φοίβο Φαρμακόπουλο το έτος 1888 (αναφέρεται στην αγροτική περιοχή που παρεμβάλλεται μεταξύ Κορίνθου και Πατρών, στον Κορινθιακό κόλπο): «Χαρίεσσα αγροτική φύσις, και ότε μεν απλούνται ευθαλώς αμπελώνες ποικιλόμενοι υπό καρποφόρων δένδρων, οτέ δε δεσπόζουσι λόφοι και υψούνται ορέων ευρείαι πλευραί και κατωφέρειαι απολήγουσαι εις χαράδρας καταφύτους εκ πλατάνων και πεύκων και κλιτύς σκαιάς, αφ’ ων το ύδωρ ενίοτε ρέει παφλάζον. Πολλαί εξοχικαί οικίαι βεβαιούσι το εύφορον του τόπου, αι βοσκαί δεν είνε ολίγαι, οι ελαιώνες, αι συκαί, αι μορέαι, πλείστα άλλα δένδρα καλλίστην αποτελούσιν άποψιν, ενιαχού δε πλεονάζουσι και αι πένθιμοι κυπάρισσοι, αι οποίαι πεφυτευμέναι προς στολισμόν αυτών των οίκων και διατεθειμέναι προς οροθέτησιν των διαφόρων αγροκηπίων μελαγχολικωτάτην διαμορφούσιν εικόνα ποιητικών διαμονών περιβρεχομένων υπό χειμάρρων πηγαζόντων εκ των υπερκειμένων συσκίων ορέων και εκβαλλόντων εις την παρακειμένην επαφρόεσσαν θάλασσαν. Θαμνώνες ερριζωμένοι παρά υψηλούς βράχους, πυκναί βάτοι καλύπτουσαι βαθυτάτους βόθρους, κισσοί περιπτυσσόμενοι τα γηραιά στελέχη των δένδρων ή τους τοίχους των αγροτικών οικιών προσέδιδον τη φύσει την χάριν, δι’ ης αύτη εμφαίνεται ο άριστος πάντων σκηνογράφος τεχνίτης» (Φαρμακόπουλου Φ., «Ο περίπλους της Πελοποννήσου», περιοδ. «Απόλλων», τεύχη 49, Εν Πειραιεί 1888).
Τα ελληνικά αγροτικά τοπία, που διατηρούν παραδοσιακές μορφές καλλιέργειας, καλύπτουν το 61% των αγροτικών εκτάσεων της χώρας μας, ποσοστό που είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρώπη μετά την Ισπανία (όπου εκεί ανέρχεται στο 82%). Η ύπαρξη μικρού (ακόμη) γεωργικού κλήρου στην Ελλάδα (ο μέσος γεωργικός κλήρος στη χώρα μας ανέρχεται στα 6 στρέμματα, πολύ μικρότερος του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) εξυπηρετεί την προστασία αυτών των συστημάτων, των οποίων η διατήρηση κι ανάδειξη κρίνεται ως επιβεβλημένη.
Τα στοιχεία του αγροτικού χώρου που περιγράφηκαν παραπάνω, πέρα από τη μεγάλη σημασία τους στη λειτουργία του χώρου αυτού, διαμόρφωσαν με τα χρόνια τη χαρακτηριστική εικόνα της ελληνικής υπαίθρου, δηλοποιώντας το ελληνικό παραδοσιακό αγροτικό τοπίο. Το οποίο, με τις εφαρμοζόμενες σύγχρονες πρακτικές στον αγροτικό χώρο, αλλά και την οικιστική επέκταση που παρατηρείται στις εν λόγω περιοχές, υποβαθμίζεται συνεχώς και καταστρέφεται. Κι εδώ τίθεται το μεγάλο ζήτημα της συνειδητοποίησης της ανάγκης διατήρησης αυτού του χώρου και της προστασίας του.
Ο αγροτικός χώρος, όπως διαμορφώθηκε στη λεκάνη της Μεσογείου και φυσικά στην Ελλάδα, με τις εναλλαγές στις χρήσεις γης, τις παραδοσιακές καλλιέργειες και τις ήπιες καλλιεργητικές μεθόδους, βοηθά ούτως ώστε ν’ αναπτυχθεί εκεί μια πλούσια χλωρίδα και πανίδα, και μια μοναδική βιοποικιλότητα. Σ’ ότι αφορά στην πανίδα, οι συγκεκριμένες περιοχές είναι ιδιαίτερα πλούσιες σε ενδιαιτήματα, αφού εκεί εξυπηρετείται η ανεύρεση τροφής πολλών ζωικών οργανισμών, σε βαθμό που να χαρακτηρίζονται ως περιοχές υψηλής οικολογικής αξίας για τη βιοποικιλότητα. Μάλιστα, το μεσογειακό τοπίο συμπεριλαμβάνεται στη λίστα του IUCN, με τις πιο πλούσιες περιοχές του πλανήτη σε βιοποικιλότητα. Τα είδη της πανίδας και της χλωρίδας που βρήκαν καταφύγιο σ’ αυτά τα περιβάλλοντα, είναι εξαρτημένα από τις συγκεκριμένες συνθήκες, από το κλίμα και την τοπογραφία της περιοχής, καθώς και από τις παραδοσιακές μορφές γεωργίας και κτηνοτροφίας που ασκούνται εκεί. Ειδικά για την κτηνοτροφία, αναφέρεται ότι οι παραδοσιακές εποχικές μετακινήσεις κοπαδιών αιγοπροβάτων από τα ορεινά στα πεδινά κι αντίστροφα, διαμόρφωσαν σε σημαντικό βαθμό το φυσικό περιβάλλον και τη βλάστηση της ενδοχώρας (δασοτόπια και ορεινά λιβάδια), ενώ παράλληλα ευνοήθηκε η παρουσία μεγάλων πτωματοφάγων αρπακτικών πουλιών και ειδών των ανοιχτών αλπικών εκτάσεων (Allen, 2001). Φανταστείτε τι διατάραξη θα επέφερε μια αλλαγή στο παραπάνω σκηνικό. Θα οδηγούσε σε εξαφανίσεις ειδών (φυτικών ή ζωικών), σε αισθητικές αλλοιώσεις και σε ουσιαστικές αλλαγές στη λειτουργία των υπαρχόντων οικοσυστημάτων, κάτι που μεταφράζεται σε υποβάθμιση.
Δηλωτικό της σημασίας των οικοσυστημάτων αυτών, είναι ότι το 65% των πεταλούδων της Ευρώπης (576 είδη συνολικά), ζουν σε αγροτικές εκτάσεις με παραδοσιακές μορφές καλλιέργειας (OECD, 2001), ενώ περίπου 12.500 είδη φυτών εξαρτώνται άμεσα από τις πρακτικές που εφαρμόζονται στα αγροτικά οικοσυστήματα (van Dijk, 1991) και 173 περίπου είδη πουλιών προτεραιότητας εξαρτώνται από τις γεωργικές δραστηριότητες, για τη συμπλήρωση του βιολογικού τους κύκλου (Tucker and Dixon, 1997).

(από το βιβλίο μου “ΤΟΠΙΟΓΡΑΦΟΙ, ΕΛΑΤΕ ΓΡΗΓΟΡΑ Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΧΩΡΑ”, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2009)

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.