(φωτογραφία: Bredun Edwards)

«Να ζεις με τη φθορά σου
να ζεις με τη βεβαιότητα του θανάτου σου
και να γελάς όμορφα, δυνατά
να γελάς σαν αθάνατος»

(«Προνόμια θνητών», Χάρης Βλαβιανός)

Όχι, ο άνθρωπος δεν είναι αδύναμος, όπως συνήθως λέγεται και φαίνεται. Η οικονομική του υποτέλεια, η αποστέρησή του από αγαθά που είθισται να τον κάμνουν «ευτυχισμένο», μα κυρίως το γεγονός ότι δεν υπολογίζεται στη διαμόρφωση κανόνων και στη λήψη αποφάσεων που τον αφορούν, δε σημαίνει ότι έχασε τις αντιστάσεις του, ότι αποστερήθηκε των αντισωμάτων που του δίνουν δύναμη και τον κάμνουν να αισθάνεται άνθρωπος˙ ένας δυνατός και πλήρης άνθρωπος. Μπορεί να μην είναι πλήσμων, μπορεί να μην έχει τη δύναμη της επιβολής, είναι όμως διαυγής κι ολόδοτος στη ζωή, και έχει τη δύναμη της ψυχής.
Ο άνθρωπος έχει ενδογενείς δυνάμεις, του βάθους, που δυστυχώς δεν τις αντλεί και δεν τις χρησιμοποιεί, ενώ αντίθετα εξαντλείται στη φθορά, δαπανούμενος. Στέκει απόκαμος στη ζήση του ενώ ημπορεί να γενεί σύστολος στη ζωή, να την αναταράξει και να τη συγκλονίσει με την ενέργειά του –ιδού η δύναμή του. Μολοντούτο μιαν αδυναμία ζωής τον χαρακτηρίζει…
Πώς εννοείται η έννοια «αδυναμία»; Τι την καθορίζει στα πλαίσια καταστάσεων και συμπεριφορών;
Δεχόμαστε ως αδυναμία τη μη δυνατότητα του ανθρώπου ν’ απολαμβάνει τ’ «αλλότρια» αγαθά των καιρών μας (τη δόξα, το χρήμα, τις τιμές κ.ά.), τα οποία –με τις αξιολογήσεις τού σήμερα– τον κάμνουν σημαντικό, παρέχοντάς του το προνόμιο ν’ ασκεί εξουσία; Δεχόμαστε ως αδυναμία ακόμα, τη μη δυνατότητα πρόσβασης στην απόλαυση των υλικών αγαθών και στην τεχνητή ευφορία που εξ αυτών προσφέρεται; Ή η αδυναμία προκύπτει λόγω της αποστέρησης του ανθρώπου –με δική του ευθύνη– από τ’ αγαθά της φύσης του, από τ’ αγαθά του εσωτερικού του κόσμου;
Τα πρώτα, κάμνουν τον άνθρωπο ισχυρό, έναν εξουσιαστή στον κόσμο του˙ τον κόσμο της ύλης, της λάμψης, της σπατάλης και της ηδονής. Ο άνθρωπος αυτός, αν και εξουσιαστής στον μακρόκοσμό του, είναι σκλαβωμένος στον μικρόκοσμό του, περιορισμένος σε αυτά τα οποία –στα πλαίσια της σκλαβιάς του– απολαμβάνει, φυλακίζοντας –κατά κανόνα– το πνεύμα του (μόνο στα πλαίσια της τεχνοκρατίας το εξασκεί, χωρίς μολοντούτο να το καλλιεργεί), την κρίση του, το συναίσθημά του. Είναι ένας απελπισμένος, μικρός –αν και μεγάλος στα μάτια των όμοιών του μικρών!– ανθρωπάκος, ένας μειοδότης της ζωής του κι ένας υπονομευτής του κόσμου του.
Τα δεύτερα αγαθά, είναι τ’ άδηλα, που δίνουν δύναμη στον άνθρωπο, τον κάμνουν ικανό να παλεύει τη στέρηση, την αφαίμαξη, την παρακμή. Αυτά είναι που κάμνουν δυνατό τον αδύναμο, που αποδιώχνουν την αδυναμία. Είναι οι πηγές του εύφορτου και ζωτικού ανθρώπου, από τις οποίες αντλεί για να στέκει, για να βγαίνει από το τέλμα, από τη φθορά, για να «κρατά», για να «πετά» και να ελπίζει. Χάρη σε αυτές βγαίνει στο φως και λούζεται από τη λάμψη του.
Υιοθετώντας την αριστοτελική θεωρία, που λέγει ότι οι κακίες και οι αρετές του ανθρώπου είναι εμφυτευμένες μέσα του, με τις ρίζες τους βαθιά απλωμένες, αναρωτιέμαι γιατί ο άνθρωπος δεν ξεδιπλώνει τις αρετές του, που από τη φύση του έχει, αποτινάζοντας τον ζυγό (όπως τον εννοεί, μέσα στην καθημερινότητά του), αλλά σκύβει το κεφάλι κι υπομένει τα δεινά. Τα οποία τον κάμπτουν, αφήνοντάς τον μικρόν. Αναρωτιέμαι γιατί, αντί των αρετών, αφήνει τις κακίες και τις ασχημίες να εκδηλωθούν και να τον καταπιέζουν, να καταστέλλουν τη ζωή του.
Δε μιλώ γι’ αναρχία, δε μιλώ για χάος, όπως τα εννοεί η σύγχρονη κοινωνία, διότι αναρχία και χάος είναι αυτά που συμβαίνουν μέσα στον ταραγμένο ψυχικά σημερινό άνθρωπο κι εκδηλώνονται ως ανωμαλία ζωής. Μιλώ για τάξη, που θάρθει με το αναποδογύρισμα της γκρίζας και σκαιάς ζωής, μιλώ για διευθέτηση –κατά πρώτον εσωτερική τού ανθρώπου, που την εξωτερική θα φέρει–, ώστε να διορθωθούν κείνα που κάνουν τον καθένα να καταπίπτει και να χάνεται στα τρωτά της ζήσης, στης ζωής τα συνηθισμένα, στα τρωτά και σφαλερά που εδόθησαν ως αναγκαία –κι εντέλει ανούσια είναι, αν τα δούμε σε σχέση με τα κρυμμένα μέσα του. Όμως, ο τραγικός άνθρωπος απαρέσκει και κακοτροπεί, όντας έκδοτος στην αποσκλήρυνση και τη σκωρία. Ειδωλοθύτης, τρωτός στο άγος, παραδρομεί και φυραίνει. Χάνεται, σβήνει στα επίγεια, χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται τα δεσμά, χωρίς –αναίσθητος γαρ– ν’ αντιλαμβάνεται την ειρκτή της ζωής του. Δεν ασιθάνεται την υπερουσία της ζωής, τον αιθέρα της ζήσης, το προνόμιο να νοείς και να αισθάνεσαι, να κοινωνείς και να επικοινωνείς.
Αυτός ο φυλακισμένος, ο κατάδικος στην κοντοζωή του άνθρωπος, καταργείται ως προσωπικότητα, ως ανθρώπινη αξία. Υπολογίζεται ως αριθμός, ως μέρος της παραγωγής, ως ποσόν, ως προϊόν. Ο ίδιος, ασκώντας το ρόλο του, μιλά με αριθμούς, μιλά με όρους, μιλά με σύμβολα. Μιλά για παραγωγή και οικονομία˙ και σε αυτά εξαντλείται και δαπανάται. Δε μιλά για κοινωνία, δε μιλά για τον άνθρωπο. Δε μιλά με την καρδιά, δε μιλά με την ψυχή. Μιλά με τον ψυχρό νου, τον απόλυτο! Η σκέψη του είναι φτενή κι αποσκληρυμένη, η καρδιά του ερμητικά κλειστή, ναρκωμένη από τ’ αναισθητικά τού σήμερα. Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει αντιστάσεις, είναι αδύναμος, ασήμαντος και ταπεινωμένος. Ζει στη νιρβάνα της απόλαυσής του –που είναι το αντίτιμο της αποδοχής–, χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται την απώλεια που προκύπτει, αποστερημένος από τα ουσιαστικά του βίου.
Ας στραφούμε στον ποιητή, που μας προτρέπει ν’ αντισταθούμε, κι ας σταθούμε στα λόγια του:

«Αν των αγώνων σου δεις όλα τα παλάτια
δίσεχτοι αντίδρομοι καιροί να τα σωριάζουν
και κουρσεμένα τα φτερά και τα όνειρά σου
στον άνεμο της νύχτας να σκορπάνε,
“τετέλεσται” μην πεις, μη σε δαμάσει
του νικημένου η πικρία. Οκνή η βλαστημία
μη σου μολέψει κι άναντρη τ’ αχείλι.
Σκύψε στα συντρίμμια.
Σκάψε στα ρημάδια.
Ψάξε βαθιά παντού κι ως της ψυχής σου τ’ άδεια.
Κάποιο ένα κάπου θάβρεις αντιστύλι
για ένα βήμα ακόμα προς το φως σαν πρώτα.
Κι ίσως και μια σπίθα στην αιθάλη
από την παλιά τη φωτιά την πλάστρα
για ν’ ανάψεις πάλι
τα σβησμένα σου άστρα»

(«Τετέλεσται μην πεις…», Γεώργιος Δελής)

Όχι, ο άνθρωπος δεν είναι αδύναμος. Κρύβει μέσα του δυνάμεις μεγάλες, ισχυρές, ανεξάντλητες, που αν εκδηλωθούν, μπορούν να ρίξουν πύργους, να νικήσουν πολυάριθμους στρατούς κι άριστα γυμνασμένες λεγεώνες. Μπορούν να κατανικήσουν αριθμούς και γροθιές, με την καρδιά και το μεγαλείο της ψυχής, με τη γλώσσα («που κι αν έχει κόκκαλα, κόκκαλα τσακίζει», όπως έλεγε ο θυμόσοφος, σαρκαστικός ποιητής Γιώργος Σουρής), με το πνεύμα το ασκημένο και προσανατολισμένο στον άνθρωπο, το προσγειωμένο στις αξίες του.
Δεν εκδηλώνονται όμως! Κρατούνται εγκλωβισμένες, φυλακισμένες από τα δεσμά της ευζωίας, της ιλαρότητας, της ευδαιμονίας, της χαλαρότητας, που την φιλοπρωτία και την κοιλιαρφανία συντηρούν. Το μυστικό της δύναμης του καθενός βρίσκεται μέσα του. Τι πιο απλό από το να κοιτάξει κει που παγερά (αυτοκτονικά θα λέγαμε) αποφεύγει, για να γενεί κυρίαρχος του εαυτού του, κυρίαρχος του κόσμου του;

(από το βιβλίο μου “ΤΑ ΙΔΙΟΓΡΑΦΑ. Κείμενα αειθαλή και φυλλοβόλα (δοκίμια)”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2017,http://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=42567

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.