«Μεθύστε με αποστάγματα της ψυχής
 και της αμπέλου

που φύτρωσε στις παρυφές του χρόνου.
Στα ορεινά ανάγλυφα με το ελάχιστο χώμα
συνομιλώντας με το ανίκητο φως.
(…)

Φυτρώνοντας στο παρελθόν κερδίζουμε το μέλλον.
Πίνοντας φως γίνομαι άστρο ̇ πάντα να μ’ έχετε οδηγό».

(«Πίνοντας φως», Σπύρος Ζαχαράτος)

Τα έργα κείνα, τα φιλοσοφημένα του ανθρώπου, τ’ απλά μα στοχαστικά της πλάσης, τα έργα της μέσα φύσης του, που ο ταπεινός της γης δημιουργός «έπλασε», ως ένας θαρρείς μικρός θεός στον τόπο του −μάλλον γιατί ο ουράνιος δημιουργός θέλησε η πλάση ν’ αναπλάθεται και να επαναδημιουργείται για τη συνέχειά της από τον επίγειο δημιουργό, τον άνθρωπο, κατά τη ζήση του σε αυτή−, αποτελούν το ποίημά του. Είναι το ποιείν του δημιουργού με την πράξη του: ποιείν ζωής, ποιείν πνοής και πνεύματος. Αφού ποιητικά στέκεται αυτός, με ρίγος κι ανάταση, με βάθος κι ανάσα, τότε το δημιούργημα ορθεί… Είναι, θα λέγαμε, το θάμα του ανθρώπου στην απλοχωριά της πλάσης, για την κατανίκηση της αντίδικης μοίρας, που θέλει φτενή νάναι η ζωή στο απόσκιο της, και ανάτροπη.
Σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη, «το θαύμα δεν είναι πουθενά, παρά κυκλοφορεί στις φλέβες του ανθρώπου» (Γιώργος Σεφέρης, «Los Agnes sont blans»). Και ο άνθρωπος δημιουργεί το θάμα (του) πλάθοντας, φτιάχνοντας έτσι το «Αγιονόρος της ζωής του…» Χτίζοντας στο ζην ο άνθρωπος, ορίζει το πεπρωμένο του, γενόμενος στο βίο του ένας θεός του κόσμου του, ως δημιουργός νοούμενος. Αυτοκαθορίζεται ποιούμενος… –«Χτίζουμε οι άνθρωποι τα πεπρωμένα μας / όπως τους κόσμους τους οι θεοί! / Κι είμαστε μεις που χτίζουμε / και των θεών τα πεπρωμένα!..», σημείωνε ποιητικά ο Δημοσθένης Ζαδές (Ζαδές Δ., «Σπονδή στο Διόνυσο»).
Μιλούσε μετά τούτων για το «ελληνικό θάμα» κατά το ζην του Έλληνα, ο έντρυφος του ελληνικού βίου Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος το 1937: «Το ελληνικό “θαύμα”, όπως συνηθίσαμε να το λέμε, χωρίς, φυσικά, να το πολυκαταλαβαίνουμε, είναι μια δημιουργία της υπαίθρου, μια δημιουργία φωτεινή από κάθε μεριά, πρόθυμη να χαρεί τη ζωή στα ωραιότερα και στα πνευματικώτερα φανερώματά της, ικανή να γεμίσει με την πολύτιμη ουσία του πνεύματος την πιο πεζή και την πιο καθημερινή μας ώρα. Καθώς πορεύεσαι, την άνοιξη, ανάμεσα στην Ελλάδα, ξαναζείς, αν έχεις την ικανότητα και τη δύναμη να ξαναζήσεις, τη ζωϊκότητα και την πνευματικότητα του Ελληνισμού σε όλο το απλό κ’ επιβλητικό μεγαλείο του!» (Παναγιωτόπουλος Ι. Μ., «Μορφές της ελληνικής γης», έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα 1937, σελ. 119).
Στον τέτοιο ρόλο του ανθρώπου, τον ζωτικό και σύντονο των φυσικών πραγμάτων στον τόπο, συγκροτούνταν ένα σύμπαν της ολοζωής, που ως θάμα θα το εξηγούσες αν δεν το ζούσες και δεν ήσουν μέρος της πρακτικής του ̇ ένας κι εσύ συμμέτοχος στην ολότη του. Ως προσλήπτορας πραγμάτων, αντιλήπτορας στιγμών ανύποπτων του ζην, εντρυφούσες προσλαμβάνοντας όλα που αποδίδονταν ̇ όχι τόσο ως πράξεις, αλλά ως αξίες ζωής, φτιάχνοντας την ιδέα του ποιείν. Για να τα αισθανθείς όμως στην τέτοια τους διάσταση τα πράγματα, έπρεπε νάχεις παίδευση στον τόπο. Η εντρύφηση για την πρόσληψη των γύρω απαιτούσε μιαν τέτοια προεργασία. Όχι απλά να ιδείς τα πράγματα γύρω σου, αλλά να τα νοιώσεις έπρεπε προσλαμβάνοντάς τα σύμφωνα με τις αξίες τους, έχοντας τη συγκρότηση νοού.
Ιδέστε στοιχεία της ενάσκησης στον τόπο, κατά τη νοιώση και τη νόησή του, με την πρόσληψη της ποιητικής του:
-Η ξερολιθιά της πλαγιάς, που βαστούσε σταθερή κι όρθια τη γης, πλέρωνε τον τόπο με την πράξη της δημιουργίας δυναμώνοντας τη ζωή και κάμοντάς την στέρεα κι αναδεικτική.
-Το ξωκκλήσι του λόφου, του βράχου, της πλαγιάς, το δημιουργημένο από το τάμα του ναυτικού ή για την τιμή της φύσης και τη δόξασή της, απέδιδε τη χάρη της αγιοσύνης στο σύμπαν, την ευλαβικότητα στη ζωή, με την αφιέρωσή του στον άγιο.
-Το φτωχικό καλύβι του αγρού, το απάντεχο καταφύγιο των αργατών ψυχών, συμβολοποιούσε την απλοζωή στην ύπαιθρο, που εκφραζόταν με το μικρό κι ολίγο, για να πνοείς και να ποιείς.
-Το λιόχαρο αλώνι, οπού, σμάραγδος ο καρπός αποκαλύπτονταν κατά τη διαδικασία της ανάδειξής του, δηλοποιούσε την ιερή προόρηση της γης, ν’ αποδίδεται ολόβολη κατά το πάτημα και ξελίχνισμα του κάρπιμου σωρού μετά το θερισμό.
-Οι περίδροσες εξοχές, οι ελληνικές, οι μεσογειακές, οπού βλογούνταν η ζωή και δέουνταν οργανικά το γύρω, συνιστούσαν τον παράδεισο του τόπου στην επίγεια έκφρασή του, το προνόμιο να ορίζεσαι στη φύση σου ως έντρυφος και να την προσλαμβάνεις λυτρωτικά, ως προσλήπτορας των στοιχείων της.
-Ο σφιχτός‐συνεκτικός οικισμός που περιόριζε τη διάχυση της δόμησης, και ο οποίος μαζεύτη θαρρείς για νάν’ έπαφες οι ψυχές και να μη «σπαταλιέται» το τοπίο στη χάση του, βρίσκοντας στο υπόλοιπο του τόπου εύκαιρο πεδίο η φύση για να εκφραστεί –μιαν φυσικώς δομούμενη οικονομία χώρου, θάλεγες…–, γιομίζονταν από το όλον της κοινής ζωής, π’ αποδίδονταν ως ευθύνη να ζεις.
-Η λαϊκή αρχιτεκτονική, πώβαλε ανάσα στην ανθρώπινη κατασκευή και την έκαμε ζωντανή, δίνοντάς της προσωπικότητα δημιουργική στο εν τη φύσει ανθρώπινο έργο, απέδιδε τη μαστορική ως τέχνη της πρακτικής, και την έκαμε κουλτούρα της κατοίκησης και μιας αισθητικής του τόπου.
-Η άσπρη αυλή, που έφτιαχνε το έμπα στην οικία, ωσά – θάλεγες– το νάρθηκα ναού, μοσχοβολούσε ασβέστη και αρώματα της γης, που ήταν θαρρείς το λιβάνι της εκκλησιάς της φύσης, κι απέδιδε την παστρικότητα της αγνής ζωής, της πνοημένης από τη συντροφικότητα και την ευφροσύνη της απλότητας στο μικρό όλον.
-Ο λιτός μα εκστατικός κηπάκος με την περίχυτη ζωή, που ξεχυνόταν από τη βλάστη του και τα ζωντανά του, αποτελούσε τη φύση της εστίας, το περβολάκι της ολοζωής, κει οπού η χλωρασιά πλέρωνε τη γη και την έκαμε πλάση ολόχαρη.
-Ο παραδοσιακός αγρός, ο σοφά ολόκαρπος, πώδινε στη γης ανάστημα και την πλάταινε, συγκροτούσε ένα άπαν στο όλον, με τη δυνατότητά του να προορίζει τον τόπο ολόβολα με την πράξη του ξωμάχου, με τον ίδρω του δουλευτή.
-Το κοπάδι στο λιβάδι π’ υπολόγιζε τη βόσκηση σύμφωνα με τη βλάστη του και δεν επιπονούσε της γης, ακολουθούσε μια συνθήκη ζωής στον τόπο διαχειριστική, οπού τίποτα δεν αφήνονταν να ξεφύγει από το μέτρο και την ισορροπία της φυσικής τάξης.
Τόσα και τόσα άλλα, ανθρώπινα και σοφά, αρμοστά και σύντρεχα της φύσης, βασταγερά του τόπου, που σήμερα παράδοση τα λέμε, ήταν κείνα που φτιάχναν τη φυσική προόρησή του, κατά την υποχρέωση και την ευθύνη του δημιουργού προς τη ζωή. Σε αυτά, ο ποιητής του Αιγαίου, ο στοχαστής της ελληνικής γης, ο Οδυσσέας Ελύτης, έδωσε τη διάσταση που τους έπρεπε: του μικρού που στο στοιχείο του γένεται μεγάλο με την κατοίκηση και την πράξη στον τόπο! Έλεε: «Κατοικώ την πιο μικρή χώρα, με το πιο μικρό σπιτάκι, το πιο μικρό αυλιδάκι και τις πιο μεγάλες γλάστρες του κόσμου» (Ελύτης Οδ., «Lumini και Sombri», από τον «Κήπο με τις αυταπάτες»).
Κατοικούσε δηλαδή με πράγματα μεγάλα στο μικρό τους μέγεθος, ακριβώς επειδή τα προσλάμβανε σύμφωνα με τις αξίες τους. Και ο Κώστας Βάρναλης, ο στοχαστής της ελληνικής ζωής, αναφέρονταν στους ελληνικούς τόπους όπου «μοσκοβολούσανε στους φράχτες τ’ αγιοκλήματα κι η σκόνη, καθώς άμα την πατούσες, μοσκοβόλαε κι αυτή…» (Βάρναλης Κ., «Αττικά. 400 χρονογραφήματα (1939‐1958) για την Αθήνα και την Αττική», φιλολογική επιμέλεια‐κείμενα: Νίκος Σαραντάκος, εκδόσεις Αρχείο, Αθήνα 2016). Προσλάμβανε δηλαδή τον τόπο σύμφωνα με ό,τι απέδιδε κι όχι απλά με ό,τι έδινε.
Όλα τούτα συγκροτούσαν τα αρχέτυπα της ζωής και συνιστούσαν της πηγές του τόπου, τα θέμελά του, καθώς διαμόρφωναν τις αξίες του. Για τούτο κι ήταν σημαντικά κι αναντικατάστατα για τον (τοτινό) Έλληνα. Δεν είχαν στατικό χαρακτήρα, δεν ήταν παρελθόν. Ο Έλληνας δεν έμενε στα πρότερα, αλλά έπαιρνε από αυτά και συνέχιζε, έφτιαχνε παρόν και μέλλον, καθότι δημιουργός ήταν, κι ως τέτοιος δεν ημπορούσε παρά να πνοεί και να πάλλει ̇ να επιδιώκει το εμπροστά και να φτιάχνει ζωή με την πράξη του. Τον θεωρούσαν στάσιμο, μα πόσο έσφαλαν! Δεν καταλάβαιναν ότι ποιούσε στη γης ακολουθώντας το αξιακό πρότυπο της δημιουργίας στη φύση. Μπορεί να του έλειπε η γνώση, μπορεί να μην είχε τα μέσα και την τεχνολογία της εξέλιξης, όμως είχε τη συγκρότηση δημιουργού, κατείχε την τεχνική και τη μαστορική, και τούτο ήταν σημαντικό για το προχώρημά του. Τα αρχέτυπα αποτελούσαν σύμβολα ζωής μ’ ενεργό διάσταση στο ζην, καθώς συνιστούσαν τη βάση της δημιουργίας στο επίπεδο της αξιακής κι επομένως της θεμελιακής θεώρησής της.
Τα αρχέτυπα εκκινούσαν από την ταπεινή σοφία του λαού,
πώβλεπε τη μοίρα του παράλληλη της φύσης νάναι και γι’ αυτό
παράστεκε της γης με τις πράξεις του. Σ’ ένα τέτοιο επίπεδο της
κατάστασής του, ήταν ταιριαστή του συνόλου η ταπεινότη, η απλότη, η μικρότη (στην πρόσληψη του όλου κι όχι στη θεώρησή του), η ασκητική.
Το δημιούργημα φαίνονταν απλοϊκό, ταπεινό, λίγο, μικρό, μα εάν το έβλεπες στην αξιακή του διάσταση γένονταν μεγάλο μες στην ολότη, μεγαλύνονταν με την τέχνη και την προσφορά του, ολοφωτούσε από ζωή και γέμονταν προορισμό. Και τούτο διότι, το ύψος του ταπεινού περιορίζονταν επιγείως, και το εύρος του καθορίζονταν στον περίγυρο, φτιάχνοντας στα πλαίσια του μπορετού μα ικανού, εν σύνολο της δημιουργίας πηγαίο. Σε αυτή την αρχή στηρίζονταν το όλον, στην αρχή της αξιακής διάστασης των επιμέρους ̇ κάτι που δε συμβαίνει σήμερα, που βλέπουμε την κυριαρχία του ενός στο όλον, την αποκαλούμενη «μεγάλη εικόνα», έχοντας χάσει τις μικρές μα πολύτιμες αξίες της ζωής,
μ’ αποτέλεσμα το οικοδόμημα να τρέμει ως ετοιμόρροπο κι όλα τα δημιουργήματα να φαντάζουν μικρά κι ασήμαντα! Αυτά, με την τέτοια συγκρότησή τους, κουβαλούσαν την ιστορία και την τιμή του τόπου, που πιότερη την έκαμε ο παλμός τ’ ανθρώπου, ο οποίος τιμούσε το δημιούργημα ακολουθώντας πορεία σεβαστική: του μέτρου και της αρμονίας.
Οι πράξεις του ανθρώπου στηρίζονταν στην αρχή του σεβασμού στο οικοδόμημα, στη βασική συνθήκη το ανθρώπινο να εντάσσεται στο φυσικό, με τις ενέργειες του ανθρώπου να προορίζουν τη συνέχειά του. Η αρχή της αειφορίας λοιπόν, που όψιμα ως σύγχρονοι την ανακαλύψαμε και την εντάξαμε, διαστρεβλωμένη όμως σε σχέση με την ουσιαστική της εννόηση και τεχνοκρατικά θεωρημένη, στη λογική της ανάπτυξης, αποτελώντας ύλη στα επιστημονικά, νομικά και κανονιστικού χαρακτήρα εγχειρίδιά μας, είχε εννοηθεί από τους «παραδοσιακούς», τους ταπεινούς (αγράμματους κι απλοϊκούς) προγόνους κι είχε διαπεράσει ως αντίληψη ζωής στις πράξεις τους. Τα έργα τους έτσι, αντίνομα στο φυσικό προορισμό δεν ήταν, μα σύντονά του, γι’ αυτό και η ισορροπία στον τόπο ήταν φυσική. Η ζήση ήταν μεστωμένη, ολόβολη και διανοητική. Βούλονταν ο άνθρωπος στον προορισμό του κι ενεργούσε με νοημοσύνη, σύμφωνα με το φυσικό κανόνα, τον οποίο ακολουθούσε με την πράξη του για να στεργιώσει.
Δεν υπήρχε βέβαια ο επιστήμονας για να συμβουλέψει και να κατευθύνει, ο φιλόσοφος που θ’ αναλύσει, ο πολιτικός που θα καθορίσει και θα ιεραρχήσει −που ίσως, στο βαθμό που αυτοί παρεκκλίνουν και αντινομούν, καλώς έλειπαν!..−, όπως συμβαίνει σήμερα, που όμως δε στέκουν σε κρίσιμες φορές ικανοί στο ρόλο τους… Τότες, η συμβουλή, ο λόγος του γέροντα για τη ζωή, γένονταν προσταγή για την πορεία του ανθρώπου κι αγία ήταν η κλήρα η προγονική. Ο γιομάτος σοφία και διδαχή σπουδαχτικός λόγος, γένονταν έργο στα χέρια πανάξιων μαθητών, αφού, αξία ανυπέρβλητη ήταν ο φυσικός προορισμός της ζωής. Όλο φλέβες η ζωή ροούσε, κι ακοίμητος φρουρός ο ζώος της τη φύλαε… Η ζωή ήταν ποίηση, η αίσθηση ήταν σύστολη, «εξωθεσμική» του επίσημου διακανονισμού, μη κανονιστική! Ο άνθρωπος της υπαίθρου ήταν ποιητής της ζήσης του ̇ της αίσθησης και του σκοπού… Ο τοτινός άνθρωπος αναπτύχθηκε με τις προδιαγραφές που είχε ορίσει η φύση, ισορροπώντας με τη λογική, την επιθυμία και το θυμό, μέσα στα όρια της Αριστοτελικής μεσότητας και πετυχαίνοντας ένα μέσο όρο συνολικού λάθους κοντά στο μηδέν και μια διασπορά κοντά στο ±1.
Αλλά, καθώς αξεδίψαστος του προορισμού του είν’ ο άνθρωπος, γεύεται στιγμές λησμοσύνης και λιγοσύνης, στιγμές πάθους κι αμφισβήτησης. Κάμνει λάθη στην πάλη του με τον εαυτό του και φταίχτης γένεται των κατατρεγμών, όταν ξεστρατίζει και κυριαρχικά λειτουργεί. Γιατί, αστόχαστοι και μικρόβουλοι είν’ οι προορισμοί του όταν παραβλέπεται της γης η αγία εντολή. Αυτή που υποδεικνύει τη συνέχεια: νάν’ αρμονιστικά της φύσης τα έργα του ανθρώπου, να φυλάγεται το δημιούργημα και κάθε φορά να (ανα)πλάθεται, ανανιωμένο και δυνατό. Ένα συνεχές όλον η πλάση… Στέρεα γένεται όταν ριζωτή είναι, και θροφά πλουτίζεται με την εφευρετικότητα, την έμπνευση και τη σοφία του δημιουργού. Ως τέτοιο το δημιούργημα, δεν είναι πρόσκαιρο, πλάστρο, μπηγμένο καταγής ως κυριότη, που ματώνει τη γης και την πληγώνει, δεν είναι «πλάσμα δημιουργία», μα βασταγερό, σπουδαχτικό κι ολόβολο ̇ είναι έργο‐δημιουργία ̇ έργο θέμελο, που αναβρά ζωή, και η μεταλαβή του βλογά το σύμπαν.

(από το βιβλίο μου «ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ», έκδοση ιδίου, Αθήνα 2020, https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=55012

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.