Υπάρχουν στιγμές στο βίο σου που σε ταράσσουν με την πηγαιότητα, την αμεσότητα και την αλήθεια τους. Που σε κάμνουν σε τέτοιο βαθμό νοό στο γύρω σου που νοιώθεις συντελεστική την

Του Αντώνη Καπετάνιου

αίσθηση κατά τη βίωση του γεγονότος, καθώς η θεώρησή σου διαμορφώνεται με την έκφραση του μέσα σου, προσλαμβανόμενο το γεγονός άμεσα και δυνατά. Γίνεσαι μετά τούτων κοινωνός στην πράξη, στην οποία συνειδητά ή ασυνείδητα συμπράτεις. Γίνεσαι μέτοχος σημαντικών στιγμών, παρά τη μικρή τους συμμετοχή στο γίγνεσθαι, που ακριβώς επειδή σε ταράσσουν συγκλονιστικά, σε συγκινούν και σε στοιχειώνουν ακολουθώντας σε ως παραστάσεις/εμπειρίες καθοριστικές του βίου.
Λέγω τα παραπάνω φέρνοντας στο νου τους ανθρακείς της Όθρυος στη Μαγνησία, όπως τους ένοιωσα στην επαφή μου μαζί τους κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του 1990, όταν παρευρέθηκα στο χώρο της εργασίας τους στη φύση, για να τους ελέγξω στο έργο τους ως δασική υπηρεσία (σημείωση: προτιμώ τον καλλίτερα προσλαμβανόμενο, και ορθότερα αποδιδόμενο κατ’ εμέ, χαρακτηρισμό «ανθρακεύς», ή και «ανθρακοποιός», από τον κοινό, μα πιο δεύτερο, «καρβουνιάρης» –«καρνιαραίος» ή «καρνιάρης» λέγεται στην τοπική γλώσσα της Ηπείρου). Κι ήταν η εμπειρία κείνη όμορφη, ζεστή, θετική, συνάμα δε καθοριστική στη σχέση μου με τη φύση και τους ανθρώπους της, καθώς θεωρώντας αναθεωρήθηκα εννοώντας διά της αίσθησης τον άνθρωπο στο φυσικό του περιβάλλον.
Ήταν πατέρας και γιος οι ανθρακείς στην Όθρυ, τότες που τους αντάμωσα στην εργασία τους. Οι δυο τους αποτελούσαν το συνεργείο της παραγωγής κάρβουνου –γιατί ήταν αυτή μιαν «οικογενειακή» επιχείρηση. Είχαν μισθώσει την έκταση του πρεμνοφυούς δρυοδάσους και βάσει διαχειριστικής έκθεσης υλοτομούσαν και μετέφεραν με μουλάρια τα ξύλα που θα ανθρακοποιούνταν στο χώρο του καμινιού. Εκεί τα στοίβαζαν και τα άφηναν να «στεγνώσουν», για να υποστούν στη συνέχεια τη διαδικασία της ανθρακοποίησης. Το ανθρακοκάμινο το δημιουργούσαν σύμφωνα με την τεχνική της καμίνευσης, όπως την είχαν αφομοιωμένη μέσα από τη μεταβιβαζόμενη πείρα της πράξης του ανθρακοποιού, βάσει της γνώσης που είχαν κληρονομήσει από τους πατεράδες τους, και αυτοί από τους παππούδες τους κ.ο.κ., καθόσον αποτελούσαν οι ίδιοι απογόνους ανθρακοποιών, έχοντας κληρονομούμενη τη γνώση του ξυλάνθρακα. Την τεχνική της καμίνευσης δεν την έμαθαν, την παρέλαβαν στα πλαίσια της κλήρας, της παράδοσης.
Κοπιώδης η όλη εργασία στο δάσος, γεμάτη βάσανο και ταλαιπώρια. Καθώς, πέρα από τον κόπο και τις κακουχίες στη φύση, χωρίς τα στοιχειώδη μέσα της συντήρησης ν’ αρκούν, είχαν οι ανθρακείς μας και τη σκόνη του κάρβουνου να τους πνίγει, να τους κατακάθεται στα σωθικά και να τους προσθέτει βάρος βρωμιάς και μαυρίλας. Λες κι αποτελούσε αναγκαία συνθήκη της πρακτικής τους ότι τον άνθρακα έπρεπε να τον ρουφούν, να τον καταπίνουν και να τον υποφέρουν «δηλητηριαζόμενοι»!
Δυο άτομα μόνο είχαν την ευθύνη όλης τούτης της εργασίας, ο πατέρας και ο γιος, από την υλοτόμηση και τη μεταφορά των ξύλων, που γινόταν σ’ ένα προστάδιο εργασιών, μέχρι και την ανθρακοποίηση –πολύ λοιπόν το βάσανο! Ζούσαν πρόχειρα, πολύ φτωχικά, χωρίς ανέσεις, σε μια καλύβα που κατασκεύασαν πλησίον του καμινιού, για να έχουν άμεση πρόσβαση σε αυτό και συνεχή επίβλεψή του. Κοντά τους είχαν μπάλες με άχυρο και βαρέλια με νερό, απαραίτητα στοιχεία για τη λειτουργία του καμινιού.
Είχαν, παρά τις δυσκολίες της διαβίωσής τους στη φύση, καλοσύνη στο πρόσωπο, όμορφα συναισθήματα που εκδηλούντο εν πρώτοις με το γελαστό βλέμμα και κατόπιν με την πράξη του καλωσορίσματος του επισκέπτη στο χώρο της εργασίας τους. Η αντιξοότητα και ο πολύς κόπος δεν τους έκαμπτε στην εκδήλωση του μέσα κόσμου τους κι ήταν πρόσχαροι ως άνθρωποι του κόπου, ως «απλοέλληνες».
Αν κι είχαμε μεταβεί εκεί άξαφνα και απρόσκλητοι, κι έχοντας την ιδιότητα του ελεγκτή της δουλειάς τους ως αρμόδια για το ρόλο αυτό (δασική) υπηρεσία, εν σχέσει με την τήρηση των υποχρεώσεών τους ως προς την υλοτόμηση και την ανθρακοποίηση, εντούτοις τους είδαμε να μας προϋπαντούν καλοσυνάτα, να μας υποδέχονται με τιμή, και να μας καλούν ως συμπότες στο αντάμωμα, μ’ ένα ποτήρι τσίπουρο για το καλωσόρισμα˙ χωρίς επιτηδεύσεις και ντροπές˙ χωρίς δυσφορία ή άρνηση˙ χωρίς δυσανασχέτηση ή απόρριψη. Τέτοιοι ήταν οι ωραίοι υπαίθριοι Έλληνες της βιοπάλης, τέτοιοι οι ανθρακείς της ελληνικής φύσης…
Πώς μπορούσες ν’ αρνηθείς το κέρασμά τους; Πώς μπορούσες να μη συναισθανθείς στην καλοσύνη τους; Να μη νοιώσεις οικείος με την απλότητα και τη χαρμοσύνη στη φύση˙ αυτήν που διαμορφώνεται με τους ανθρώπους εν αυτής και με την ευγένειά τους; Φτωχική η πρόσφορά τους, που συνίστατο στο τσιπουράκι μαζί με τυράκι, λίγο ψωμάκι κι ελίτσες, μα τόσο πλούσια σε συναισθήματα και αξίες! Τι κι αν η μπουκιά σου συνοδεύονταν από τη μαυρίλα του κάρβουνου˙ τι κι αν η πόση σου είχε την ανάμικτη γεύση της καρβουνόσκονης και της αψάδας του δυνατού ποτού˙ τι κι αν έπαιρνες την κάπνα του καμινιού στην ανάσα του και πνιγόσουν στην αναπνοή σου –είχαν παρά την αντιξοότητά τους τούτα όλα τη γλύκα των ανθρώπων τους, την αμεσότητα του πηγαίου, το συμμέτοχον στη φύση, τη συντροφικότητα και το καλόγνωμον της ζωής.
Όχι, δε λειτουργούσαν οι ανθρακείς μας με πνεύμα πονηρό, δεν επιδιώκαν την ευχαρίστησή μας για να ευνοηθούν στον έλεγχό τους –εξάλλου, η ανταπόκρισή τους σε κάθε ενέργειά μας, κατά τον έλεγχο που ακολούθησε, ήταν άμεση και θετική. Το ένοιωθαν που σε καλοσώριζαν, ήθελαν τη συντροφιά σου˙ την παρουσία του ανθρώπου ως συμμέτοχου στη ζωή. Είχαν βλέπεται «εξοριστεί» για καιρό στη φύση, κι είχαν ανάγκη να μιλήσουν, να συναναστραφούν, να φιλέψουν και να συναισθανθούν. Νόμιζες πως μας περίμεναν… –σκέφτηκα για μια στιγμή, σαφώς ακραία, ότι θάχαν ξεχάσει να μιλούν, αφού η συνεχή μεταξύ τους επαφή θα τους είχε οικειώσει σε τέτοιο βαθμό που θα συνεννοούνταν με νοήματα, χωρίς λόγια, καθώς θάχαν ασκηθεί τόσο στη συνήθεια της καθημερινότητάς τους που ο λόγος θα περίττευε! Γι’ αυτό και η ανυπομονησία τους κατά το καλοσώρισμα.
Θάταν μετά τούτων προσβολή στην ευγένειά τους η άρνησή μας στην υποδοχή τους˙ θάταν ασυγχώρητο να παρακάμψεις τούτη την όμορφη κίνησή τους, που προέκυπτε από την ανάγκη τους για ζωή αλλά και από τον μέσα πλούτο τους. Θεωρούσαν τιμή τους να μας υποδεχτούν κι ήταν τιμή μας το καλοσώρισμά τους…
Ανταμώνοντας τους ανθρακοποιούς της Όθρυος λοιπόν, κάπως όπως περιέγραψα ένοιωσα, γενόμενος κοινωνός μιας επαφής στη φύση με βαθύτερο νόημα από κείνο της εντύπωσης. Εξόριστοι έλεγες πως ήταν στο ισκερό βουνό οι εργάτες του «άνθρακα», για καιρό εκεί ζώντας ξεκομμένοι από τον πολιτισμό του κόσμου, παράγοντας από το ξύλο κάρβουνο –το πολύτιμο προϊόν της επιβίωσής τους– και ζώντας στην έξαψη της φύσης, όπως η επίμοχθη εργασία τους στο βουνό τη διαμόρφωνε. Με πρόσωπα, κορμιά και ρούχα όλο μαυρίλα, και την καρβουνόσκονη νάχει επικαθίσει στα πλεμόνια τους και να τους τρώγει με τρόπο ανύποπτο αλλά τρωκτικό, τους έβλεπες να παλεύουν τη ζωή μέσα στη φύση, γιγαντικά να στέκουν στο έχει της, προσλαβάνοντάς την ολότελα και ολόψυχα, δουλεύοντάς την με πόνηση και αγάπη, έχοντας όμορφα συναισθήματα να τους κινούν˙ αυτά που διαπλάθονται από το έπαφο του ανθρωπου με την ελληνική φύση, συγκροτώντας τον χαρακτήρα τους.
Ένοιωθες πως γι’ αυτό τους τον παλεμό είναι ήρωες της ζωής, μα και ωραίοι ως Έλληνες, γιατί ημπορούν το βάσανο να ξορκίζουν με τη μεγάλη τους ψυχή!

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.