«Και πού θα στήριζα τη ζωή μου,
αν δεν ήσουν Ποίησή μου Εσύ,
η θεία φωνή
η παιδική ματιά
τ’ ωραίο τραγούδι,
που σκόρπιζες τη γύρη σου
μες την ψυχή μου… Εσύ,
της μέλισσας λουλούδι!»
(«Και πού θα στήριζα τη ζωή μου», Τάκης Σκανάτοβιτς)
Γιατί άραγε ζω μέσα από τον Σικελιανό και τον Παλαμά; Γιατί δεν με
ημπορώ χωρίς τον Σολωμό και τον Ελύτη, χωρίς τον Καβάφη και τον Σεφέρη;
Γιατί κατατρίβομαι με την Ασκητική του Καζαντζάκη και συνεπαίρνομαι από την αθώα ταπεινότητα του Παπαδιαμάντη;
Γιατί ζω σαν ποιητής και καταγίνομαι με σκέψεις, με οράματα και αφαιμάξεις του νου;
Γιατί υπάρχω μες στην ανυπαρξία του ουτοπικού, στο περιθώριο του πραγματικού;
Είναι οικτρό να παραληρώ, ν’ αφήνομαι στο λυγμό, να πέφτω σε κρίσεις συνειδησιακές και να πονώ. Μα το κάμω ως ανάγκη, αναζητώντας το σκοπό, τον απροσδιόριστο προορισμό.
Τελικά, αυτό είναι που ζητώ. Αυτό που μου δίνει τη δύναμη να ζω˙ να ζω στον κόσμο της απάρνησης, στον κόσμο της στέρησης, στ’ άκρα της ζωής: το όνειρο π’ αποζητώ, το ολίγο πολύ που προσπαθώ, αυτό είναι που ζητώ.
Ναι, αυτή είν’ η καταδίκη όποιου ως ποιητής επιδιώκει να ζει: νάναι Προμηθέας της ζωής του.
Δεν καταδικάστηκα γι’ αυτό. Δεν μου επιβλήθη ποινή ζωής. Το θέλησα. Αυτοπεριορίσθηκα για νάχω λόγο, σκοπό υψηλό, για να μπορώ να νοιώθω ότι υπάρχω, ότι έχω καρδιά, ότι έχω λεύτερη ψυχή.
Μήπως τελικά, αυτό είναι ζωή –η ουσιαστική ζωή; Να ουσιώνεσαι στην αυτοπραγμάτωσή σου, ποιώντας εν ζωή…
Φαντασθείτε –λέει– δεμένο στα δεσμά της άχαρης κυνικής ζωής, της σύγχρονης ζωής που φυλακωμένοι την υπομένουμε, τον ποιητή, το νοό της ζωής –εξωπραγματική εικόνα, αλήθεια!
Δε θα ημπορούσε, υπό αυτές τις συνθήκες, να σου μιλήσει ο μεγάλος δημιουργός σοφά, να σε στρέψει σε προσανατολισμούς βαθιούς, υψηλούς˙ σε στόχους που η πεζή ζωή προσπερνά. Δε θα μπορούσε, με κείνον το δικό του συμβολικό λόγο, να σου πει: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Άμα δε σωθεί, εγώ θα φταίω» (λόγια του Καζαντζάκη, από την «Ασκητική»).
Γιατί, ζώντας αιχμάλωτος στα μικρά της κοντοζωής, δε θάχε λόγο η φωνή, δε θάχε δύναμη η καρδιά, δε θάχε τόπο και σκοπό η ψυχή, για να σου πει μεγάλα πράματά της, σημαντικά του νου και της καρδιάς, της αίσθησης και της πνοής.
Ο στοχαστής, ο ποιητής, ο νοσταλγός, ο ονειροπόλος, ο οραματιστής, ο ενδοσκόπος επιζητούν το διαφορετικό, μιαν άλλη ποιότητα, μιαν άλλη αισθητική, επιζητούν την ουσία, το βάθος, το σειστό, το καίριο. Επιζητούν προορισμούς. Επιζητούν Ιθάκες. Και τιμωρούνται γι’ αυτό: νάναι οι Προμηθείς του βίου τους! Να «κλέβουν» το φυλακωμένο φως για να το προσφέρουν με το έργο τους και να τιμωρούνται γι’ αυτή τους την ανάρμοστη, την ανοίκεια κι ένοχη στους σύγχρονους καιρούς, πράξη!
Αυτοί ξεπέρασαν τη ζωή, την άχαρη ρηχή που ζούμε, και πέρασαν στην ολοζωή, κει οπού ο πλούτος του νοείν, φτιάχνει την ευθύνη του ποιείν και την αίσθηση του ζην, και η πράξη γένεται τ’ όμορφο δημιούργημα του πάλλοντος εαυτού.
Ας προστρέξουμε σε αυτούς αναζητώντας τον εαυτό μας, ψάχνοντας για το σκοπό του ποιείν, ζώντας ως ποιητές μέσα από την ευθύνη τους, κατευθυνόμενοι από τ’ όμορφο δημιουργικό πράξιμό τους. Ας ιδωθούμε ως ποιητές που οφείλουμε να είμαστε, ας εγνωστούμε στην ευθύνη μας μέσα από την ακατάφθορη υψηλή δημιουργία…
(από το βιβλίο μου “ΤΑ ΙΔΙΟΓΡΑΦΑ. Κείμενα αειθαλή και φυλλοβολα”, δοκίμια, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2017, https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=42567
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.