Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξαν νέες καταστροφές των αρχαιοτήτων μας, ενώ οι λαφυραγωγήσεις και η αρχαιοκαπηλία βρήκαν τότε εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος. Οι γερμανικοί βομβαρδισμοί κατέστρεψαν αρχαιολογικούς χώρους ή χρησιμοποιήθηκαν οι χώροι αυτοί για στρατιωτικούς ή άλλους σκοπούς.
Στον αρχαιολογικό χώρο της Τίρυνθας, για παράδειγμα, εγκαταστάθηκε αντιαεροπορικό στρατιωτικό καταφύγιο, στην Παλαιά Αγορά έναντι της Βιβλιοθήκης του Ανδριανού στην Αθήνα εγκαταστάθηκε το χειμώνα 1941-1942 γερμανική πυροβολαρχία, ενώ στην Αρχαία Ολυμπία τ’ άρματα που περιφέρονταν στον αρχαιολογικό χώρο κατέστρεψαν τον περίβολο της Άλτιος, καθώς και κιονοστοιχίες και μέρη μνημείων −και τούτα παρά τη διαβεβαίωση του αντιπροσώπου του Γ’ Ράιχ, ΄Αλτενμπουργκ, ότι η Ολυμπία είναι χώρος «που ενδιαφέρει εξαιρέτως τον Χίτλερ»!
Ο Παρθενώνας χρησιμοποιείτο από τους Γερμανούς στρατιώτες ως ουρητήριο. «…για τους Γερμανούς όλα τα μνημεία ήταν ουρητήρια και κατά προτίμηση το εσωτερικό του Παρθενώνα», ανέφερε η έκθεση που συντάχθηκε το 1946 από το Υπουργείο Παιδείας και εκδόθηκε σε ειδικό τόμο με τον τίτλο «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατευμάτων κατοχής».
Η σύνταξη της έκθεσης για την καταγραφή των ελληνικών αρχαιοτήτων από τον κατακτητή ξεκίνησε το 1943 και ολοκληρώθηκε το 1946, με την έκδοση του τόμου που αναφέρθηκε. Η ευθύνη της καταγραφής ανατέθηκε στους αρχαιολόγους Χρήστο Καρούζο, Ιωάννη Μηλιάδη, Γρηγόριο Ανδρουτσόπουλο, Νικόλαο Ζαφειρόπουλο και Μαρίνο Καλλιγά. Εξ αυτής προέκυψε ότι είχαν κλαπεί περί τις οκτώμισι χιλιάδες αρχαιότητες από τους Γερμανούς. Σύμφωνα όμως και με τον Υπουργό Παδείας στον οποίο παραδόθηκε η έκθεση, Αντώνιο Παπαδήμο, οι κλαπείσες αρχαιότητες ήταν πολύ περισσότερες, καθώς δεν υπολογίστηκαν οι μη ταξινομημένες, καθώς και κείνες που προέκυψαν από αρχαιολογικές έρευνες στρατευμένων Γερμανών αρχαιολόγων, οι οποίες φυγαδεύτηκαν στην Αυστρία και τη Γερμανία. Μερικές από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις που αναφέρονται στην έκθεση είναι οι εξής:
Στην Αθήνα, Γερμανοί αξιωματικοί προμηθεύτηκαν άριστη αρχαία κεφαλή γυναικείου αγάλματος του 4ου αιώνα π.Χ. και τη χάρισαν στον στρατάρχη List, ο οποίος την εξήγαγε από την Ελλάδα.
Στην Ακρόπολη, Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες με ξιφολόγχες ή άλλα μέσα απέσπασαν κατεργασμένα μάρμαρα, φτάνοντας συχνά μέχρι την πλήρη καταστροφή σπουδαίων αρχιτεκτονημάτων.
Στο Σούνιο, οι Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους έκαναν ανατινάξεις κοντά στο Ναό του Ποσειδώνα κι ένα περιστύλιο της ανατολικής πλευράς κομματιάστηκε, παίρνοντας ως «ενθύμιο» τις διάσπαρτες αρχαιότητες που προέκυψαν.
Στην Αίγινα, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1941 ο Γερμανός αρχαιολόγος Βάλτερ γέμισε τέσσερα κιβώτια αρχαία και τα φυγάδευσε στο εξωτερικό.
Στη Θεσσαλονίκη, οπλισμένοι Γερμανοί στρατιώτες μπήκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο και πήραν ένα μαρμάρινο γυναικείο άγαλμα με το δικαιολογητικό ότι θα το προστατεύσουν σε ασφαλές αντιαεροπορικό καταφύγιο, αλλά το φυγάδευσαν στη Βιέννη.
Στις Μυκήνες, το καλοκαίρι του 1941 Γερμανοί στρατιώτες πήραν δύο πλάκες από τον κυκλικό περίβολο των τάφων, ενώ τον Αύγουστο του 1943 πέντε Γερμανοί στρατιώτες μπήκαν στο Θησαυρό του Ατρέως και με κοπίδια, σφυριά κ.λπ. κατέστρεψαν τάφους για να αφαιρέσουν πέντε χάλκινους ήλιους.
Στην Ελευσίνα, Γερμανοί στρατιώτες υφάρπαξαν από το Μουσείο αγγεία και ειδώλια, τα οποία ήθελαν ως «ενθύμιο» από την παραμονή τους στην Ελλάδα. Για την πράξη τους αυτή καταγγέλθηκαν αλλά δεν κατηγορήθηκαν διότι δε θεωρείτο κλοπή η «αποκόμιση ενθυμίου», καθότι δεν εξυπηρετεί τον πλουτισμό του δράττοντος.
Στην Κνωσό, ο στρατηγός Ρίνγκελ έκλεψε από το Μουσείο έντεκα πήλινα μινωικά αγγεία, μια χάλκινη υδρία και ένα λίθινο αγγείο. Για πολλές μέρες, επίσης, μεταφέρονταν αντικείμενα από το Μουσείο στο σπίτι όπου έμενε και κατόπιν φυγαδεύονταν στη Γερμανία. Επίσης, Γερμανοί στρατιώτες έκλεψαν ειδώλια των θεοτήτων του υστερομινωϊκού ΙΙΙ ιερού του ανακτόρου της Κνωσού, ενώ ο βασιλικός τάφος των Ισοπάτων καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους κατακτητές, για να χρησιμοποιήσουν το υλικό σε παραπήγματα επάκτιων πυροβολείων. Και τούτα είναι μερικά μόνον από τα πολλά που διαπράχθηκαν…
Τα ελληνικά μουσεία χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι εξυπηρέτησης διαφόρων χρήσεων από τον κατακτητή.
Συγκεκριμένα, το Μουσείο της Λειβαδιάς αποτέλεσε συνεργείο ποδηλάτων, το Μουσείο της Λήμνου χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη (τα εκθέματά του πετάχτηκαν στον περίβολό του), στο Βυζαντινό Μουσείο στην Αθήνα εγκαταστάθηκε η ιταλική αντιαεροπορική πυροβολαρχία κ.ά. Ενώ, οι αρχαιολογικοί μας θησαυροί διαρπάχτηκαν, φυγαδεύτηκαν ή και καταστράφηκαν, πολλές φορές χωρίς λόγο −έτσι, για την ευθυμία του κατακτητή! (για παράδειγμα, στις Μυκήνες, Γερμανοί στρατιώτες πυροβόλησαν με περίστροφα τα λιοντάρια στην Πύλη των Λεόντων, ενώ έγραψαν και τα ονόματά τους πάνω σε αυτά).
Και να φανταστεί κανείς ότι όλες αυτές τις βαρβαρότητες κατά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, οι Γερμανοί κατακτητές τις διέπραξαν έχοντας υιοθετήσει το κλασικό ιδεώδες, το οποίο ενέταξαν στην κοσμοθεωρία τους, αναγνωρίζοντας την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης! Πάντως, μπρος στην τόση καταστροφή είναι τραγικό το γεγονός να ευχαριστεί ο Δήμαρχος των Αθηνών Αμβρόσιος Πλυτάς την 28η-4-1941 τους Γερμανούς (στο πρόσωπο του φρούραχου της πόλης συνταγματάρχη φον Σβέιμπεν), γιατί δε βομβάρδισαν την Αθήνα σεβόμενοι την ιστορία της (!), και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας επί γερμανικής κατοχής, ο περιβόητος Γεώργιος Τσολάκογλου, να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς τους κατακτητές στο διάγγελμα αποχώρησής του την 1η-12-1942, γιατί ενδιαφέρθηκαν για τον ελληνικό λαό! Παραθέτουμε τα δύο ντοκουμέντα:
Ευχαριστίες Πλυτά: «Τα μνημεία της πόλης, σύμβολα αθάνατα ενός πνεύματος καταυγάσαντος τους αιώνας, οι τόποι της αναβιούντες ανά παν βήμα αναμνήσεις ιεράς δια πάντα Έλληνα και ξένον, αποτελούν μίαν από τας τιμαλφεστέρας αξίας του πολιτισμού όλων των εποχών. Η προσοχή μετά της οποίας η γερμανική αεροπορία διεξήγαγε τον αγώνα της εις την περιοχήν των Αθηνών, όπως αναγνωρίζεται από τους Έλληνας, θα αναγνωρισθεί και από τη διεθνή κοινήν γνώνην» (εφημερίδα «Η Καθημερινή», φύλλο 28ης-4-1941).
Ευγνωμοσύνη Τσολάκογλου: «…Θα ήτο παράληψις εάν την στιγμήν ταύτην δεν εξέφραζα αίσθημα ευγνωμοσύνης προς τας κυβερνήσεις του Άξονος και τας ενταύθα Αρχάς Κατοχής, διότι επέδειξαν μέγιστον ενδιαφέρον υπέρ του Ελληνικού Λαού και πλήρην συναντίληψην των στερήσεων και αναγκών μας» («Εφημερίς της Κυβερνήσεως», αριθ. φύλλου 305/τεύχος Α΄/Εν Αθήναις τη 2α-12-1942).
Γράφει σχετικά ο Κυριάκος Σιμόπουλος για τις βαρβαρότητες των Γερμανών: «Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη των κλοπιμαίων αρχαιοτήτων (αυτών που οι Γερμανοί διάρπαζαν). (…) Άξεστοι, αρπακτικοί και βάρβαροι οι Γερμανοί ναζιστές προκαλούσαν σκοπίμως αναρίθμητες συμφορές σε αρχαιολογικούς χώρους.
Στην Ακρόπολη αποσπούσαν τα μάρμαρα με τις ξιφολόγχες. Γκρέμιζαν από τα τείχη μάρμαρα, για ψυχαγωγία, προκαλούσαν φθορές στα μνημεία από αμάθεια και μίσος. Εγκαταλείποντας την Αθήνα (Οκτώβριος 1944) πυροβόλησαν στον Κεραμικό και ακρωτηρίασαν το ανάγλυφο του Χάρωνος. Στο Σούνιο χρησιμοποίησαν αρχιτεκτονικά μέλη του ναού για την ανέγερση παρατηρητηρίου και πυροβολείων συντρίβοντας διάφορα μάρμαρα.
Κατά την αποχώρησή τους προκάλεσαν σοβαρές ζημιές ανατινάσσοντας τα οχυρά. (…)
Στη Σαλαμίνα μεταχειρίσθηκαν τα ευρήματα των ανασκαφών για οχυρωματικά έργα.
Στη Θήβα και στη Χαιρώνεια κατακομμάτιασαν επιγραφές.
Στην Τανάγρα εγκαταστάθηκαν στο μουσείο και διασκέδαζαν συντρίβοντας αρχαιότητες. Χρησιμοποίησαν το μεσαιωνικό κάστρο του Ορχομενού ως πεδίο βολής πυροβολικού και κατεδάφισαν το δυτικό τείχος. (…) Γερμανός αξιωματικός κλέβει κεφαλή γυναικείου αγάλματος και την προσφέρει στον στρατηγό List. Ο αρχαιολόγος Welter αρπάζει το 1941 από το μουσείο της Αίγινας πέντε κιβώτια με αρχαιότητες. Γερμανοί αξιωματικοί λεηλατούν ύστερα από διάρρηξη το μουσείο Θηβών (1941) –η λεία τους είναι ειδώλια, αγγεία και χάλκινα αντικείμενα. Εισβολή στο μουσείο Ελευσίνας και αρπαγή αγγείων και ειδωλίων. (…) Διαρρήξεις και κλοπές στα μουσεία Τανάγρας, Χαιρώνειας και Γαλαξειδίου. Βανδαλισμοί και αρπαγές στον αρχαιολογικό χώρο της Κορίνθου. Από το φρούριο των Κυθήρων έκλεψαν μαρμάρινο λιοντάρι. Απογύμνωσαν τις αρχαιολογικές συλλογές Βασιλικού και Πεταλιδίου Μεσσηνίας και τα χάλκινα εκθέματα του Μουσείου Θέρμου. Από τη μονή Βελλάς έκλεψαν όλα τα παλαιά βιβλία. Ο Γερμανός διοικητής Λάρισας αξίωσε και παρέλαβε από το Νομάρχη άγαλμα της Αθηνάς. Στην Καλαμπάκα Γερμανοί στρατιωτικοί εσύλησαν όλα τα κειμήλια του ναού. Απέσπασαν και τα ξυλόγλυπτα του τέμπλου. Ένοπλη εισβολή στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης (1942) και αρπαγή αγάλματος γυναίκας. Στην Ποτίδαια έκλεψαν ολόκληρη την αρχαιολογική συλλογή –ανάμεσά τους και πολλά αγαλματίδια. Διαρπαγή αρχαιολογικών συλλογών και στην Κομοτηνή. Στο Βαθύ Σάμου πέταξαν στο δρόμο τις αρχαιότητες του μουσείου και εγκατέστησαν στο κτίριο Ιταλούς (1943). (…) Στο Καστέλι Κισάμου οι Γερμανοί αφαίρεσαν ολόκληρη σχεδόν την πλούσια αρχαιολογική συλλογή (γλυπτά, ανάγλυφα, αμφορείς, λήκυθοι, οινοχόες και άλλα έργα τέχνης). Ο στρατηγός Ringel κατέκλεψε το Μουσείο της Κνωσσού. Μερόνυχτα μεταφέρονταν στην έπαυλή του κιβώτια με μινωικά χάλκινα, λίθινα και πήλινα αντικείμενα. Ακολούθησε διάρρηξη του μουσείου από στρατιώτες. Πήραν κι κείνοι το μερίδιό τους. Ο Ringel έκλεψε και ένα άγαλμα από τη Γόρτυνα» (Σιμόπουλος Κ., «Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων», εκδόσεις Στάχυ, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 2003, σελ. 60, 61, 62).
Μα και οι σύμμαχοι των Γερμανών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που βρέθηκαν στην Ελλάδα εξουσιάζοντας τμήματά της, οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι, ίδια με τους Γερμανούς συμπεριφέρθηκαν. Κι αυτοί άρπαξαν και καπηλεύθηκαν τους αρχαίους ελληνικούς θησαυρούς, κατέστρεψαν και ισοπέδωσαν αρχαίους τόπους, και γενικώς λειτούργησαν ως ολετήρες. Οι Ιταλοί είχαν προτίμηση στα μουσεία, αφού διέρρηξαν ουκ ολίγα απ’ αυτά, όπως των Μεγάρων, της Θήβας, του Άργους, του Αλμυρού, της Νέας Αγχιάλου, της Σάμου, της Μυκόνου, των Χανίων, της Ιεράπετρας, της Δήλου κ.ά., ενώ και οι καταστροφές που προξένησαν σε αρχαιολογικούς χώρους ήταν πολλές και σημαντικές. Είναι δηλωτικό των διαπαργών τους το γεγονός ότι από το Μουσείο της Ιεράπετρας, όπου στρατωνίσθηκαν οι αφιχθέντες στην πόλη Ιταλοί στρατιώτες, έλειπαν μετά την αποχώρησή τους περί τα 100 αρχαιολογικά αντικείμενα, των οποίων κατάλογος έχει περιληφθεί στον τόμο του Υπουργείου Παιδείας, που προαναφέρθηκε. Οι δε Βούλγαροι, πέρα από την κλοπή αρχαιοτήτων από μουσεία (όπως της Καβάλας και της Θάσου), στην οποία επιδόθηκαν, κατέστρεψαν και πολλούς αρχαίους χώρους προκειμένου να εξυπηρετηθεί η κατασκευή στρατιωτικών (κι όχι μόνο…) έργων, ενώ χρησιμοποίησαν και αρχαιότητες ως οικοδομικό υλικό.
Πέραν των αρχαιοτήτων, οι κατακτητές κατέστρεψαν ιστορικούς και θρησκευτικούς (χριστιανικούς) τόπους και σύλλησαν τους θησαυρούς τους. Εκτιμάται, σύμφωνα με το Υπουργείο Ανοικοδομήσεως το 1946, ότι καταστράφηκαν 15 μοναστήρια, μεταξύ των οποίων τα ιστορικής σημασίας Αγίας Λαύρας και Μεγάλου Σπηλαίου, καθώς και 300 εκκλησίες, με έργα μεγάλης πολιτιστικής αξίας. Ακόμη, ότι υπέστησαν αναπανόρθωτες ζημιές περί τους 500 ιστορικούς τόπους και μνημεία (κάστρα, νεότερα αγάλματα, ηρώα, βιβλιοθήκες, νεκροταφεία κ.ά.)
Στην Καλαμάτα, για παράδειγμα, το γερμανικό πυροβολικό κανονιοβόλησε το βυζαντινό μοναστήρι της Βελανιδιάς, μέσα στο οποίο υπήρχαν πολλές βυζαντινές εικόνες και πολύτιμη βιβλιοθήκη και κατέστρεψε σημαντικό μέρος τους.
Στην Κέρκυρα, από γερμανικούς βομβαρδισμούς καταστράφηκαν το Σεπτέμβριο του 1943 ο βυζαντινός Ναός των Αγίων Πατέρων, οι βυζαντινοί Ναοί του Αγίου Δημητρίου και της Οδηγήτριας, οπού υπήρχαν σπάνιες εικόνες, η Μητρόπολη των Καθολικών, μνημείο του 16ου αιώνα, που περιείχε έργα εξαιρετικής ιστορικής αξίας, πολύτιμες ιστορικές επιγραφές, εικόνες και άλλα κειμήλια.
Ακόμη, καταστράφηκαν ο Ναός του Ευαγγελισμού, οι τάφοι των ηρώων της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, η Βιβλιοθήκη (βενετικό κτήριο του 18ου αιώνα), στην οποία υπήρχαν 70.000 τόμοι βιβλίων −μεταξύ αυτών ιστορικά χειρόγραφα, πολλές πρώτες εκδόσεις Ελλήνων και ξένων συγγραφέων (όπως η πρώτη έκδοση έργων του Σαίξπηρ).
Στον Αλμυρό, Ιταλοί στρατιώτες λεηλάτησαν την Κάτω Μονή Ξενιάς κι έκλεψαν τα κειμήλιά της.
Στην Καλαμπάκα, οι κατακτητές κατέστρεψαν μέρος της οροφής του επισκοπικού ναού, καθώς και φορητές εικόνες, τις οποίες χρησιμοποίησαν για φωτιά προκειμένου να ζεσταθούν.
Στα Μετέωρα, υπέστησαν μεγάλες ζημιές το Μοναστήρι της Μεταμόρφωσης (Μετέωρον), η Αγία Μονή, ο ΄Αγιος Νικόλαος, ο ΄Αγιος Στέφανος, ο Αγιος Χαράλαμπος, ο Παντοκράτορας, τα Μοναστήρια Ρουσάνου και Αγίου Αθανασίου.
Στις Σέρρες, τον Αύγουστο του 1942 οι Βούλγαροι κατακτητές αφήρεσαν 30 ανεκτίμητης αξίας χριστιανικά κειμήλια από την Μονή Προδρόμου, τα οποία αργότερα παραδόθηκαν και απεστάλησαν στο Συνοδικό Εκκλησιαστικό Μουσείο. Και πολλά άλλα τέτοια τινά…
Και το κακό με τις αρχαιότητές μας θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο εάν καιρό πριν την έναρξη του πολέμου δε στηνόταν μια επιχείρηση από την ελληνική πολιτεία απόκρυψης των μνημείων, για να μην καταστραφούν κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά και για να μην κλαπούν από τους κατακτητές (ο Νικόλαος Κυπαρίσσης, Έφορος Αρχαιοτήτων Αθηνών, σε εμπιστευτική του έκθεση προς το Υπουργείο Παιδείας στις 11 Αυγούστου 1937 πρότεινε, αντί να δαπανηθούν μεγάλα ποσά για την κατασκευή καταφυγίων για ορισμένα από τ’ αρχαία, θα ήταν προτιμότερο να μεταφερθούν σε νέους χώρους φύλαξης, ασφαλείς από φωτιά και βομβιστικές επιθέσεις, σε κηρυγμένες «αρχαιολογικές πόλεις», οι οποίες με διεθνείς συμβάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ιερές και απαραβίαστες -υπέδειξε την περιοχή της Ακρόπολης ως μία από αυτές). Ήδη από το έτος 1937 το ελληνικό κράτος (συγκεκριμένα, το Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων) προετοιμαζόταν για το γεγονός αυτό, έχοντας εκπονήσει ένα σχέδιο διαφύλαξης των αρχαιοτήτων από τις αεροπορικές επιδρομές και από τις οδομαχίες στις πόλεις. Το σχέδιο αυτό άρχισε να υλοποιείται έξι μήνες πριν από τον πόλεμο. Έτσι, στις 18 Ιουνίου 1940, ο Υφυπουργός Παιδείας Νικόλαος Σπέντζας ανακοίνωσε με εμπιστευτικό έγγραφο την απόφαση του υπουργικού συμβουλίου για την άμεση ανάκληση των αδειών των υπάλλήλων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και τη μη χορήγηση νέων. Εκδόθηκαν τεχνικές οδηγίες για την προστασία των μνημείων και για τους τρόπους ασφάλισής τους, που ήταν είτε με την περικάλυψή τους με γαιόσακκους, αφού προηγουμένως περιβληθούν με ξύλινο ικρίωμα επενδυμένο με σανίδες, είτε με την κατάχωσή τους κάτω από τα δάπεδα των μουσείων, στις αυλές αυτών, καθώς και στα υπόγεια δημοσίων ιδρυμάτων.
Για τη μέθοδο της κατάχωσης δινόταν λεπτομερείς οδηγίες, οι εξής: Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα, σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε τάφο), να καλυφθούν με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου. Για τα χάλκινα και για τα πήλινα προβλεπόταν η φύλαξη εντός κιβωτίων επενδεδυμένων με κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας.
Για την επιχείρηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, λόγω της σημαντικότητας των εκθεμάτων του, συγκροτήθηκε Επιτροπή Απόκρυψης και ασφάλισής τους, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας. Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, που ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας. Η επιχείρηση, που ήταν εντατική και κοπιώδης, διεξήχθη με απόλυτη ακρίβεια, σύμφωνα με σχέδιο διαφύλαξης των αρχαιοτήτων που είχε εκπονηθεί, και χωρίς −και τούτο ήταν το σημαντικότερο− να υπάρξει οποιαδήποτε ζημιά στις αρχαιότητες. Πρέπει γι’ αυτό να τιμηθούν όλοι που συμμετείχαν στην επιχείρηση: αρχαιολόγοι, τεχνίτες, βοηθοί, εργάτες, με ειδική αναφορά στον γλύπτη Ανδρέα Παναγιωτάκη, που ήταν ο προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών, και ο υπεύθυνος της κατάχωσης.
Στα δάπεδα των βορείων αιθουσών του Μουσείου είχαν ανοιχτεί βαθιά ορύγματα, που έμοιαζαν με ομαδικούς τάφους, όπου τοποθετούνταν τα γλυπτά. Αυτά κατέβαιναν εκεί με αυτοσχέδιους ξύλινους γερανούς. Η προετοιμασία των αρχαιοτήτων για την απόκρυψή τους γινόταν στα υπόγεια του Μουσείου. Τα ξύλινα κιβώτια με τα πήλινα αγγεία και τα ειδώλια, καθώς και με τα χάλκινα έργα, τοποθετούνταν στις ημιυπόγειες αποθήκες της επέκτασης του Μουσείου, που είχε μόλις ολοκληρωθεί προς την οδό Μπουμπουλίνας. Μετά τη συμπλήρωση των χώρων, τα δωμάτια γεμίζονταν μέχρι την οροφή με στεγνή άμμο, προκειμένου ν’ αντέξουν τη διάρρηξη της τσιμεντένιας πλάκας της οροφής τους από ενδεχόμενο βομβαρδισμό. Για την εργασία που γινόταν εκεί αφηγείται ο αρχαιολόγος ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, τότε πρωτοετής φοιτητής στο πανεπιστήμιο: «Η απόκρυψη είχε ήδη αρχίσει κι εγώ προσέφερα την εθελοντική μου εργασία. Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά, τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί. Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι Ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα. Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια από άμμο. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή» (από την εκπομπή της Βίκυς Φλέσσα, «Στα Άκρα» που μεταδόθηκε την Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012 στη ΝΕΤ). Τα κιβώτια με τα αγγεία και τα μικροτεχνήματα, όπως και με τους καταλόγους του Μουσείου, παραδοθήκαν στον γενικό ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος στις 29 Νοεμβρίου 1940. Στις 17 Απριλίου 1941, στο κεντρικό κατάστημα της ίδιας τράπεζας, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα χρυσά και με τα άλλα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών (σχετικές πηγές: 1. Καλτσάς Ν., «Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο», Αθήνα 2007, 2. Καρούζου Σ., «Σύντομη Ιστορία του Εθνικού Μουσείου», στο Καρούζου Σ., Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον, Συλλογή Γλυπτών, Περιγραφικός Κατάλογος, Αθήναι 1967, 3. Νικολακέα Ν., «Η προστασία των αρχαιοτήτων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Τσιποπούλου Μ. (επιμ.), «.Ανέφερα Εγγράφως», Θησαυροί του Ιστορικού Αρχείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Αθήνα 2008, 4. Πασχαλίδης Κ., «Η ίδρυση, η ιστορία και οι περιπέτειες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, 130 χρόνια λειτουργίας σε μία διάλεξη», στο http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx…).
Όταν οι Γερμανοί αξιωματικοί εισήλθαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών το πρωί της Δευτέρας της 28ης Απριλίου 1941, για να «θαυμάσουν» τις ελληνικές αρχαιότητες, αντίκρυσαν κενές προθήκες, λευκούς τοίχους κι άδειες βάσεις αγαλμάτων. Βρήκαν τους εναπομείναντες, λόγω του πολέμου, αρχαιολόγους και φύλακες της βάρδιας να φυλούν ένα άδειο κτήριο. Όταν ρωτήθηκαν πού βρίσκονται οι αρχαιολογικοί θησαυροί, απάντησαν σκωπτικά ότι επέστρεψαν εκεί απ’ όπου ήλθαν: στη γη! Αυτή ήταν η δεύτερη νίκη των Ελλήνων κατά του κατακτητή, μετά το αλβανικό μέτωπο, σε πολιτιστικό επίπεδο τούτη τη φορά…
(απόσπασμα από το δοκίμιό μου “Αρχαία τοπία”, δημοσιευμένο στο e-magazine https://www.greekarchitects.gr/gr/homeστις 19 Αυγούστου 2014)
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.