«Στον τόπο που γεννήθηκα, με γνωρίζουν
τα δέντρα,
τα πουλιά
και η θάλασσα.
Όλα με γνωρίζουν. Ακόμα και οι άγριες
πέτρες, εκείνες που κάποτε μέρεψα. Χαράζοντας
πάνω τους μικρές Ευαγγελικές μου αλήθειες…
Φορτωμένες κυκλάμινα. Παραμένουν αμόλευτες,
όπως τις άφησα.
Δείχνουν χαρά, αναδύουνε Φως,
σε κείνους που μπορούν να τις διαβάσουν…».
(«Δικαίωση», Αντώνης Γιαννόπουλος)
Μικρός ο άνθρωπος στο δημιούργημα. Θα μπορούσε να ήταν μια ασημαντότητα, μια –απλά– ύπαρξη εν τω συνόλω. Δεν είναι όμως. Η διαφορά του έναντι των άλλων όντων, των ενόργανων της πλάσης, συνίσταται στ’ ότι διαθέτει πνοή, δύναμη της θέλησης εσωτερική, …που ψυχή τη λέμε. Αυτή ορθεί το νου και δίνει ζωή, κάμνει την καρδιά να κτυπά δυνατά, νάναι ασπαίρουσα και πάλλουσα. Αυτή κάμνει τον άνθρωπο πλάστη και δημιουργό.
Η ψυχή –αυτή μόνο– δονεί και κινεί σύστολα τον άνθρωπο. Αυτή τον κάμνει σύντονο πράξης ολόγιομης κι ολόδοτης. Αυτή δίνει νόημα στην πράξη και την κάμνει ουσιαστική. Όλα τ’ άλλα που χαρακτηρίζουν την προσπάθεια αποτελούν δικές της δυνάμεις. Όταν η ψυχή ακινητεί, η ζωή χάνεται, γίνεται ασάλευτη κι ασυναίσθητη, αποστέργεται ως πράξη οντική, γίνεται πράξη συμβατική και μηχανική!
Ο άνθρωπος εξελίχθηκε σε σχέση με τ’ άλλα όντα του κόσμου του λόγω της βούλησης και της λογικής του. Από τη στιγμή που διαισθάνθηκε τη δύναμή του, έγινε θεριό˙ άρπαξε τη ζωή και την αναποδογύρισε. ΄Εβαλε μπροστύτερα της καρδιάς το νου κι έτσι, με τη βούληση και τη λογική ως πυξίδα βάδισε. Κυριάρχησε, έπαψε να είναι μικρός και ταπεινός, ένας ευγονιστής και καρπιστής της ζωής, ένας εργάτης κι απελάτης της, κι έγινε τιτάνας, ένας κυρίαρχός της, θεωρώντας τον εαυτό του το παγκόσμιο σύγκεντρο. Επιβλήθηκε στον κόσμο που τον περιβάλλει, στον κόσμο του! Αποξέχασε όμως την ψυχή του, αυτήν που τον κινεί και τον ορθεί, κι έτσι καταγίνηκε ενεργητικός στην ακινησία του, διαμορφώνοντας την ασάλευτη ζωή του!..
Επικράτησε στη θεώρησή του ο επιστημονισμός (η εσφαλμένη ταύτιση της επιστήμης με την αλήθεια, παρά τ’ ότι η επιστήμη αποτελεί απλά διαδικασία ή παρέχει μεθόδους επίγνωσης της αλήθειας) και ο τεχνοκρατισμός (το σύστημα που προωθεί/ευνοεί την τεχνοκρατία, δηλαδή την εξουσία στα πλαίσια της λήψης των αποφάσεων από τους θετικιστές, δηλαδή τους επιστήμονες και τους εμπειρογνώμονες). Αυτοί οι φορείς ενέργειας αποτέλεσαν στην κοινωνία μας, στη σύγχρονη κοινωνία, τις κινητήριες δυνάμεις της, τα όργανα της πυρετικής, άναρχης κι ακόρεστης εξέλιξής της –ενώ αντίθετα παραμερίστηκε η πρακτική της ζωής, η μαστοριά και η τεχνική, καθώς και η φιλοσοφική αναζήτηση του πράττειν, που αποτελούσαν τις απλούστερες μα περισσότερο ανθρώπινες, συνθετικές και καλλιτεχνικές πράξεις του βίου του ανθρώπου. Δε λέμε, πρωτάτες η επιστήμη, η τεχνολογία και η οικονομία στη γνώση και στην πράξη του ανθρώπου, χρειαζούμενες μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, πλην όμως ως εργαλεία ζωής κι όχι ως κανόνες, όχι ως τρόποι του ζην που εισάγουν αξίες και προάγουν σύστημα ζωής, τ’ οποίο ως ένα βαθμό είναι κι ενάντιο στην ίδια τη ζωή!
Λειτούργησε μετά τούτων κτητικά ο άνθρωπος έναντι της πλάσης, έναντι της ζωής, έναντι των συνανθρώπων του. Μ’ επιβολή θέλησε να δημιουργήσει ένα νέο κόσμο κι ενάντια στη φύση του λειτούργησε˙ κι αυτό, ως εξέλιξη το καθόρισε. Η σκέψη του έγινε θολή και χάθηκε σε λαβυρίνθους σκοτεινούς. Θεώρησε τον εαυτό του θεό! Θέλησε το θαύμα! Ως ισχυρός, μπορούσε να πλάθει, να μεταμορφώνει, να μετουσιώνει. Τούτο αποτέλεσε τη μεγάλη πλάνη του.
Η κατάπτωσή του ήταν το επακόλουθο˙ μια νέα πτώση από τον παράδεισο! Ενάντια σε νομοτέλειες και φυσικούς κανόνες, ενάντια στο μέτρο και την ισορροπία, πέρα από το συναίσθημα, χωρίς λυρικότητα κι ευαισθησία, στ’ άκρα του νου, λειτούργησε καταστροφικά κι ασυλλόγιστα. Κατέστη έτσι φάσμα του εαυτού του, έγινε εχθρός της ύπαρξής του.
Αφέθηκε στη βαθιά νάρκη της τέρψης, στην απόλαυση της ύλης, στην αυτοϊκανοποίηση της στιγμής. Αγνοήθηκε ο ίδιος ως άνθρωπος –ιδού το έγκλημά του: ο άνθρωπος αγνόησε τον εαυτό του!..–, προκειμένου να επιτευχθούν στόχοι, σκοποί, επιδιώξεις, που αποσκοπούσαν –υποτίθεται– στο καλό του! Τι κι αν αυτά επιτεύχθηκαν; Στο τέλος απέμεινε κενός ως ύπαρξη, κατάμονος, νεκρός, απονενοημένος ως οντότητα˙ μα μολαταύτα ευτυχισμένος την πλασματική ευτυχία του!
Η ψυχή του μαραμένη, αποστεγνωμένη, άκαρπη, έπαψε να τον κινεί. Έπαψε η οργανική σύνδεση με το μέσα του, το βαθύ και μύχιο που τον κρατούσε ζωντανό και δονούμενο. Χάθηκε η πνοή, χάθηκε η ώθηση, χάθηκε η αίσθηση του ζην. Η δημιουργία υποκαταστάθηκε από έννοιες των σύγχρονων καιρών, ήτοι παραγωγή, κατανάλωση, ανάπτυξη, ανασυγκρότηση, βελτίωση, ανάκαμψη… Έννοιες ανούσιες, τεχνικές, οικονομικές… Το ουσιαστικό, το πρωτογενές στοιχείο της δημιουργίας, το ζωοποιό της απειροσύνθετης απλότητας, εσβήσθη, αφού σαρώθη από τη μηχανική ροή και επικαλύφθηκε από τη παχεία λιπαρά στρωμνή της παραγωγής. Ο άνθρωπος έπαψε να δημιουργεί, αρκέστηκε στο να παράγει. Στο πλαίσιο αυτό καθόρισε την εξέλιξή του: γίνηκε παραγωγός και καταναλωτής –εν αδηφάγο, δηλαδή, ακόρεστο πλάσμα, έρμαιο της μηχανιστικής τούτης διαδικασίας–, κι όχι δημιουργός και πλάστης, ένας κοινωνός και πνοός της ζωής!
Ξανάγινε έτσι μικρός, ένας ασήμαντος. Ένας δούλος της ανάπτυξης. Μετέπεσε μετά τούτων στην κατάσταση πρωτογονισμού, όπως τότε στον πρώτο του καιρό, που είχε ακαλλιέργητο το ζην κι είχε κοινωνική αγνωσία. Τα πάθη του τον μετουσίωσαν, τον συρρίκνωσαν ως ύπαρξη και τον έσβησαν, χωρίς καν να έχει αντιληφθεί το δράμα του˙ το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει, απολαμβάνει την τραγικότητά του!
Ανύπαρκτος λοιπόν, αφανής στο Είναι του, χαμένος πίσω από τη γενικότητα ενός ανίερου συνόλου, που επιμένει να το προσδιορίζει ως κοινωνία (οι λέξεις πια, έχασαν τη σημασία τους…), αργοσβήνει στη φθορά της εξέλιξής του. Αποστερημένος από την ποίηση και τον παλμό της ζωής, καταστέλλεται στη νάρκη της πλάνας ζωής. Ασυνείδητος στο δράμα του μιθριδατοποιείται ευημερούμενος! Χάνεται στα εφήμερα, στα πεζά, στα τετριμμένα. Αφήνεται στα ποταπά και στ’ απόλυτα. Σβήνεται ακατάπονος, αεί λιγούμενος στους κανόνες και στους τύπους που επιβάλλονται από το σύστημα της ανάπτυξης του κόσμου του. Σβήνεται στ’ ανέξοδα, στα δολερά. Σιωπηλά κι ανεπίγνωστα χάνεται. Τι ασυλλόγιστο κακό, πόσο ανέξοδος θάνατος!..
Μη χάνεσαι άνθρωπε. Μη σφαλερά πάγεις, φυγόστρατος της πλιάς ζωής, αποστάτης του μέσα σου εαυτού. Η ζωή σου ζητεί το βάθος σου, το ψυχικό εγώ σου. Ζητεί το αρμόνισμα ψυχής και νου, τη βιολογική με την πνευματική σου συνήχηση. Ζητεί να γενείς άνθρωπος, κατά τη φύση σου κι όχι κατά το σκήμα σου. Μη, το λοιπόν, χαμένος στις πλάνες σου αποσβένεσαι στο τίποτά σου…
(από το βιβλίο μου “ΤΑ ΙΔΙΟΓΡΑΦΑ. Κείμενα αειθαλή και φυλλοβόλα”, δοκίμια, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2017,http://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=42567
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.