Η κατανάλωση ανθεί. Το υλικό αγαθό έλκει –έχει λες δύναμη υπερφυσική, έχει λάμψη και γοητεύει. Γίνεται φετίχ και πλανεύει. Ο άνθρωπος ετσιθελικά στην αρχή και εθελοδουλικά στη συνέχεια διαπαιδαγωγείται για την απόκτησή του, και το «κακό» επεκτείνεται. Ο άνθρωπος, μην αντιλαμβανόμενος την πλάνη του, απολαμβάνει τον ουτιδανό του βίο! Τον παρασύρει η ύλη στα ράφια του καταναλωτισμού, του αφαιρεί την κρίση, τον υποβάλλει και τον υποτάσσει, επιβάλλοντάς του την ανάγκη της. Το πάθος για ν’ αποκτηθεί αυτή γίνεται ισχυρότερο από κάθε αντίδραση. Το marketing συντελεί σε τούτο, η βιομηχανία της διαφήμισης συμβάλλει, αφού εκμεταλλεύεται την ανθρώπινη αδυναμία που καλλιεργεί η αγορά: να μην αντιστέκεται ο καταναλωτής στην ύλη, όντας εξαρτημένος από αυτήν, αμβλύνοντας κάθε αντίστασή του, γενόμενος όργανό της.
Προς τι λοιπόν η πρόοδος όταν ο άνθρωπος ακινητεί στεκάμενος υπόδουλος των συνθηκών, αυτών που ο ίδιος προσυπέγραψε με τη συμμετοχή του στο σύστημα της φθόρας ζωής, καθώς φυλακωμένος είναι στην ειρκτή του χρήματος και πολτοποιημένος στα γρανάζια της αγοράς; Όταν δαπανάται στη διαδικασία της παραγωγής και σέρνεται απόκαμος, ταπεινωμένος, νεκρός στη παραζάλη του; Η κατάστασή του τού αφαιρεί κάθε ενδιαφέρον για την πραγματική ζωή, κάθε ικμάδα που θα τον έκαμε ν’ ανασυσταθεί και να ελπίσει. Η κατάσταση αυτή τον καθιστά ανίκανο να σκεφτεί αυτοκριτικά και να δράσει αυτοδύναμα και ολοδύναμα. Είναι εξαρτημένος από τα μικρά που τον ορίζουν και τον κάμνουν να λειτουργεί δουλικά.
Στην απαίτηση της ανάπτυξης έτσι, πάνω στα φυσικά αγαθά προστίθεται και η απαίτηση για αφιέρωση του ανθρώπινου χρόνου για την πραγμάτωσή της, κάτι που αποδίδεται ως συρρίκνωση ή συστολή χρόνου, λόγω της ανάγκης επιτάχυνσης της ανάπτυξης και παραγωγής άμεσων αποτελεσμάτων αυτής. Στην ουσία συμβαίνει ένας εκχρηματισμός του χρόνου, καθώς η τέτοια συμμετοχή του ανθρώπου στο σύστημα της ανάπτυξης αποτιμάται χρηματικά. Η προσφορά του αμείβεται όχι ηθικά, ψυχικά, εσωτερικά, αλλά κατά βάσιν χρηματικά. Η ζωή κινείται με γρήγορους ρυθμούς, πάντα βιαζόμαστε και ο χρόνος είναι ανεπαρκής. Κατά το παρελθόν ο χρόνος φαινόταν άφθονος, σήμερα όμως δεν επαρκεί! Και τούτο διότι πλέον ο χρόνος υπολογίζεται ποσοτικά κι όχι ποιοτικά – τούτη την αντιμετώπιση ζωής την αποδίδουμε με τη γνωστή παροιμία, «ο χρόνος είναι χρήμα» –άλλην όμως η έννοια της παλαιότερα, που είχε τη σημασία τού να βιαστείς για να κάνεις κάτι, σε σχέση με σήμερα, που σημαίνει, να τρέχεις για να προλαβαίνεις. Ο εκχρηματισμός του χρόνου τον έχει καταστήσει ανεπαρκή, όπως αντίστοιχα έχουν καταστεί ανεπαρκείς οι πόροι που αφιερώνονται γι’ αυτόν στα πλαίσια της παραγωγής –μιαν εξίσωση του αδιεξόδου δηλαδή! Όμως ο χρόνος είναι ζωή, κι όσο τον καθιστούμε ανεπαρκή τόσο φτωχαίνουμε τη ζωή μας…
Σήμερα η απαίτηση για ελεύθερο χρόνο, η διεκδίκηση της προσωπικής στιγμής, τίθενται υπό την καταδικαστική κριτική –της κατηγόριας αν θέλετε– της «τεμπελιάς», αποδιδόμενη ως αδικαιολόγητη απαίτηση αποχής από την υποχρέωση της συνεχούς εργασίας. Όμως, ας σκεφτούμε: γιατί ο άνθρωπος επιθυμεί σε στιγμές του ν’ απέχει από τη βεβαρημένη πραγματικότητά του, γιατί συλλαμβάνεται να «τεμπελιάζει»; Τον βλέπουμε σε στιγμές του ν’ απέχει από το γίγνεσθαι, να ονειρεύεται, ν’ αποζητά με το μυαλό κείνα π’ αποστερείται στην πράξη. Τον βλέπουμε να φεύγεται, να έχει έλλειψη συγκέντρωσης, να δυσανασχετεί, να γίνεται νωχελικός, αναβλητικός, «τεμπέλης». Γιατί τα κάμνει αυτά; Απλά διότι επαναστατεί μέσα του, διότι εξεγείρεται με την καταπίεσή του στο εργασιακό του περιβάλλον, στο σύστημα της ζωής του, και υποσυνείδητα αντιδρά. Μέχρις εκεί όμως, καθώς το σύστημα τον καθυποτάσσει για τη συνέχειά του, χωρίς συνέπειες –του δίνει το περιθώριο ν’ αντιδρά για να εκτονώνεται! Διότι αυτός ως μοιραίος γνωρίζει ότι λειτουργώντας αλλιώς θ’ αποβληθεί ως ανυπόστατος κι απάρεσκος. Το δικαίωμα στην τεμπελιά υποκρύπτει βάσανο και προκύπτει ως αντίδραση στην ψυχική κατά βάσιν καταπίεση του ανθρώπου και στην αποστέρησή του από πράγματα π’ απαιτούν χρόνο και διάθεση για να προσληφθούν και να γίνουν απολαύσιμα. Αυτά είναι ανάγκες μη πεπερασμένες, πράγματα μη μετρήσιμα ̇ έξω από το σύστημα της αγοράς, στ’ οποίο ως μοιραίος λειτουργεί ο άνθρωπος. Είναι η σύνδεση με τη φύση, η ανέμελη στιγμή στο παιχνίδι, η απόλαυση της τέχνης, η αφιέρωση χρόνου στο διάβασμα, η αναζήτηση της ομορφιάς και του λυρισμού στη ζωή, η συμμετοχή στην παρέα και την κοινωνική ζωή, η αφιέρωση στην οικογένεια κ.ά. Αντίθετα, οι πεπερασμένες ανάγκες είναι αυτές που ικανοποιούνται εξαγοράζοντάς τες, που είναι εμπορικές και μετρήσιμες –σ’ όλους γνωστές, στη βάση της κατανάλωσης.
Το ζήτημα τίθεται διττά σε σχέση με τις ανάγκες του ανθρώπου: ότι αφενός οι πρώτες, οι απεριόριστες ανάγκες, δεν πρέπει να περιληφθούν με τον εμπορικό μανδύα και να μεταπέσουν στο επίπεδο της συναλλαγής – κάτι που δυστυχώς, κατά το μάλλον ή ήττον, συμβαίνει στις μέρες μας οπού όλα εμπορικοποιούνται–, κι αφετέρου πρέπει η αφιέρωση χρόνου στις απεριόριστες ανάγκες να βρίσκεται στο επίπεδο ικανοποίησης του αιτούντα αυτές, ώστε να λειτουργεί ισορροπημένα και δημιουργικά. Το τελευταίο, αν κι αμφισβητείται ως δυνατότητα, είναι σαφώς ρεαλιστικό να επιτευχθεί, και τούτο διότι η ανάπτυξη των μέσων και της τεχνολογίας επιτρέπει την ικανοποίηση των πεπερασμένων αναγκών με λιγότερη εργασία και προσπάθεια, αφήνοντας έτσι ένα σημαντικό περιθώριο ενέργειας και χρόνου για την ικανοποίηση των απεριόριστων αναγκών του ανθρώπου. Η έννοια του ελεύθερου χρόνου σε αυτή τη βάση (υπο)λογίζεται, όμως μολοντούτο κείνο που συμβαίνει είναι ότι, αν και παρέχεται η μεγάλη δυνατότητα στον σύγχρονο άνθρωπο να επωφεληθεί από τις παροχές της τεχνολογίας και να ζήσει όμορφα αφιερωμένος σ’ εσώτερες ανάγκες του, αυτός επιμένει να επιζητεί όλο και περισσότερες πεπερασμένες ανάγκες, αγνοώντας παράλληλα τις απεριόριστες προσωπικές ανάγκες του, θέτοντας έτσι τον δυνάμενο γι’ αυτές ελεύθερο χρόνο του υπό αμφισβήτηση –ή καλλίτερα, σε απώλεια! Το σύστημα της ανάπτυξης τον υποβάλλει σε συνεχή αναζήτηση αναγκών, ευθυνών, επιθυμιών και ρόλων, καθιστάμενος έτσι ανύπαρκτος σε σχέση με τον εαυτό του και τις πραγματικές ανάγκες του.
Ο άνθρωπος δεν αφιερώνεται πια στον ίδιο, στον εαυτό του, στους γύρω του, στην οικογένεια, στην κοινωνία, στα κοινά πράγματα, αλλά στις απαιτήσεις της ανάπτυξης. Δι’ αυτής υποτίθεται πως βελτιώνεται το επίπεδο της ζωής του, και πως ο ίδιος και η κοινωνία εξελίσσονται. Πιο πρακτικά, τούτο συμβαίνει: διακατεχόμαστε από το αίσθημα ότι δε ζούμε τις δικές μας ζωές, αλλά τις ζωές που μας πληρώνουν για να ζούμε, όντας εξαρτημένοι από το χρήμα που κινεί τη μηχανή της ανάπτυξης. Τούτο μας αποξενώνει από το Είναι μας και δημιουργεί την, υποβόσκουσα ή μη, ματαιοδοξία σχετικά με το ποιόν και τον προορισμό της ζωής μας. Μολοντούτο το παράδοξο της ιστορίας είναι το εξής: ότι η τεχνολογία και τα νέα μέσα παραγωγής μάς προσφέρουν τη δυνατότητα είτε να εργαζόμαστε λιγότερο, απολαμβάνοντας βασικά αγαθά της ζωής, είτε να εργαζόμαστε περισσότερο για να παράγουμε περισσότερα προϊόντα. Κι εμείς, ως αλγεινοί, μάχιμοι όντας του συστήματος (!), επιλέγουμε να εργαζόμαστε περισσότερο προκειμένου να ικανοποιήσουμε νέες ανάγκες, νέες επιθυμίες, νέα προτάγματα ζωής, που όλα τους τα εντάσσουμε στην εξέλιξή μας, στην ανοδική μας συνέχεια!
(από το βιβλίο μου “ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ. Το κοσμοείδωλο της ανάπτυξης και το μέλλον της γης”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2019,https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=50820
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.