«Κι οι μάνες τα άκοφτα γκρεμνά,
σαν Παναγιές τα ανέβαιναν
με την ευχή στον ώμο τους κατά τον γιο πήγαιναν
και τις ανεμοτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι’ έλυνε τα τσεμπέρια τους κι’ έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι’ έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε
μ’ αυτές αντροπατάγανε ψηλά πέτρα την πέτρα
και ανηφόριζαν στην γραμμή ώσπου μες τα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω στην άλλη».
(«Μάνα και γιος», Νικηφόρος Βρεττάκος)
Τα γονικά μας, πολύ μας κράτησαν… Μας έδωσαν θρου και μύρο, αχειροποίητο δημιουργία και γνώρα για τα αειθαλή του βίου. Είδαμε αξία στο τερπνό, αλήθεια στο ταπεινό, ευγένεια στο ευλαβητικό, ευδία στ’ ορθινό, πληρότη στο ακέριο και μιαν αρμονία στα γύρα. Παλίμψηστό μας, το ψήλος της Ιδέας, της απροσδιόριστης και συνάμα απτής Ιδέας, που θρυλεί ζωή και κάμνει το σπλάχνο να σκιρτά στ’ αληθοτόπια της ψυχής. Που κάμνει την αίσθηση, νόηση της ψυχής.
Μια μάνα κει, σου μηνά, γυναίκα‐ρίζα που μυρίζει κήπο, και φέρνει αγέρα σποριά στη χώρα του μνημονικού. Αγία, θεομητορική, μορφή βυζαντινή, σκώνει βίο της τιμής και τον υψώνει ως άρτυμα, με γέψη χωμάτινη και μοσκοβολιά μύρου. Η μάνα της γης είναι η μάνα της ζωής. Από αυτήν παίρνουμε αιτιότη για το ζην και ακεραιότη για το ποιείν.
Στη μάνα χρωστιέται το Σύμπαν της ζωής, από αυτήν στέργεται η ακεραιότης του Παντός. Η Παναγιά της γης δίνει τη μεταλαβιά για να ποιείς, δίνει δέος κι ανάσα στον ποιητή‐άνθρωπο. Το προγονικό τοπίο, ως τέτοιο λογιέται: μια σύνθεση μητρική, με γέννες κι οδύνες τοκετού, …μα και Ιδέα. Εκειά, στο σκιόφως σκυφτή, μια μάνα −με την έγνοια της φύσης της βαριά− ανάφτει καθημερνώς φαναράκι, εν φωσάκι καλεστικό, για να κρατά φωτεινή την παραμυθία −την τόσο σπουδαχτική!− της ζωής…
(από το βιβλίο μου «ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ», έκδοση ιδίου, Αθήνα 2020,https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=55012
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.