(Φωτογραφία: ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο αποκαλούμενος ως “καταραμένος ποιητής”)
«…μα επιτέλους!
Πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
–και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα–
είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς»

(«Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα», Νίκος Εγγονόπουλος)

Ο ποιητής, μια φιγούρα τραγική… Κινούμενος σε ονειρικά κι ακατανόητα για τους αμύητους στα βάθη της ψυχής μονοπάτια, στέκει μόνος στη γωνιά, αποξεχασμένος. Δεν επιζητεί τη στέψη, δεν επιζητεί το ύψος το εφήμερο. Τον οίστρο επιζητεί, τη φυγή από την οικτρή πραγματικότητα. Η καταφυγή στο όνειρο, η απαντοχή στη σκέψη, είναι τα μελήματά του.
Γκροτέσκα φιγούρα ο ποιητής ή μορφή ηρωική; Σκιαπαθής κι αλλόκοτος ή ήρωας της ψυχής του; Άστεργος του σήμερου βίου ή άστεργος της φθόρας ζωής; Όπως και να δούμε το ζήτημα της κατάστασης του ποιητή, σε τούτο καταλήγουμε: ότι η εποχή μας απορρίπτει τους ποιητές ̇ δεν ημπορεί το βάρος τους ̇ θέλει το θάνατό τους!
Αναρωτηθήκαμε άραγε γιατί έχουν λείψει σήμερα οι στρατιές των ποιητών που παλαιότερα μας πλέριωναν; Γιατί έχουν χαθεί κείνοι οι ωραίοι άνθρωποι που μιλούσαν απλά, ανεπιτήδευτα, λυρικά, για πράματα σοβαρά και μεγάλα; Γιατί πια δε μας συγκινούν;
Όχι, ο σημερινός άνθρωπος δεν υπολείπεται σε σχέση με τον χθεσινό. Δεν υστερεί σε δυνάμεις, σε νόηση, σε ικανότητες. Υστερεί σε συναισθήματα, στην αίσθηση της λύρας και στην πρόσληψή της, σε σκέψεις σύστολες, σ’ έμψυχες προσπάθειες. Ο άνθρωπος δεν αποφλοιώθηκε –όχι–, αλλά αποχυμώθηκε. Έχασε τα ερεθίσματά του, έχασε τις αξίες του, έχασε την έμπνευση και τη θέληση να νοεί ψυχικά, έχασε τις αιτίες –ακόμα και τις αφορμές– και ταυτόχρονα τις δυνατότητες για τον αγώνα του παντός, για το ζωτικό του αγώνα. Έγινε λιγότερο γόνιμος, λιγότερο ανθηρός. Και, προς αναπλήρωση θάλεγες τούτου του κενού (!), έγινε περισσότερο παραγωγικός και λιγότερο δημιουργικός ̇ και, ως απότοκο τούτου, έγινε περισσότερο καταναλωτικός. Κι αυτό διότι η ελπίδα διαλύθηκε στην πλησμονή και τ’ όνειρο εχάθη στο βάθος το ατέλειωτο της υλικής πλάνης. Οι ιδανικές αγάπες, οι ιδανικές στιγμές, η ιδανική ζωή, τα ιδανικά που κρατούσαν ζωντανό τ’ όνειρο, σβήστηκαν μες στην άχαρη πεζή ζωή –το ύψος τους θεωρήθηκε αναίτιο, μη χρηστικό να προσεγγιστεί κι απαξιώθηκαν. Ο ποιητής έτσι, μπρος στην απαξίωση των ουσιαστικών, κατέστη άχαρις και τραγικός. Η απόρριψή του, μοιραία, αποτέλεσε μια τραγική πραγματικότητα των νεοκαιρών.
Μα, αλήθεια, χάσαμε σήμερα τους ποιητές; Χάσαμε τους ανθρώπους της αιώνιας ήβης, τους ωριούς δημιουργούς; Όχι, δεν τους χάσαμε, αλλά τους καταπιέσαμε, τους συμπιέσαμε και τους σβήσαμε από τ’ οπτικό και νοητικό μας πεσίο. Τους εξαφανίσαμε από τη ζήση μας, τους κάναμε τελείες στη σκέψη μας. Τους εξοστρακίσαμε, τους απομονώσαμε φυλακίζοντάς τους στα κελιά της απαξίωσης και της αποπομπής.
Ποιητές υπάρχουν σήμερα, πολλοί, ποιητές της ψυχής, αλλά κάπου είναι κρυμμένοι, αυτοεξόριστοι ̇ είναι πια ποιητές του τόπου τους. Δημιουργούν για να υπάρχουν, για να ορθώνονται και να παίρνουν δύναμη. Για να κρατούν ως φλόγα τη ζωή που αποσβήστηκε στη δίνη των ανθρώπων. Η σημερινή κοινωνία δεν τους χρειάζεται ̇ είναι μια απαθής, ουδέτερη κοινωνία, μια απόλυτη κοινωνία, που της λείπει το συναίσθημα, ο οίστρος της ζωής, η ευαισθησία, η υπερνόηση, η ωραία υπερβασία, η αίσθηση του ωραίου. Ο λόγος τους τής είναι περιττός, μα κι ενοχλητικός!
Ο ποιητής σήμερα γνωρίζει ένα άλλο είδος θανάτου, σε σχέση με παλιά. Δε δολοφονείται με πιστόλι στον κρόταφο, δε δολοφονείται με λίθο ή με ανάθεμα, επειδή ενοχλεί. Δολοφονείται αργά, τυραγνικά, μέσα από την άρνηση, την απόρριψη της κοινωνίας. Αυτό τον πονά. Γιατί για ν’ αποδοθεί επιζητεί την επαφή, τη σχέση, τη μέθεξη, τη συντροφικότητα. Άλλως, είναι τραγικός και περιαλγής –γι’ αυτό και η θλίψη του λόγου του και η περιδίνησή του στη μυχαιότητα.
Παλιά, ποιητής ήταν ο λαός. Τότε όλοι οι άνθρωποι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, λειτουργούσαν ή συμπεριφέρονταν ως ποιητές. Στο λαό αναγνωρίζονταν μια ποιότητα υψηλή ̇ η ποιότητα του θυμόσοφου λαού, που κατείχε κάτι σημαντικό κι ανεκτίμητο, τη λαϊκή σοφία. Αυτή αποδίδονταν ποιητικά, με λαλιά λαϊκή. Ο λαός εκφραζόταν με την ποίηση, εκφραζόταν έμμετρα, λυρικά, συμμετέχοντας με τον τρόπο αυτό στα δρώμενα της ζωής. Το δημοτικό τραγούδι ήταν μια τέτοια –η κύρια– μορφή έκφρασης. Η ποίηση είχε αποδοχή, ο λαός παρήγαγε ποιητές, παρήγαγε πνευματικούς ανθρώπους. Τα ποιήματα τραγουδιόνταν, απαγγέλλονταν, τιμούνταν. Η ποιητική πλημμυρίδα αναρριγούσε τον άνθρωπο, διότι άγγιζε την ψυχή του.
Η αντιμετώπιση του λαού σήμερα, είναι ολωσδιόλου διαφορετική. Ο λαός αντιμετωπίζεται ως μάζα, η οποία συμπιέζεται, πλάθεται, μορφοποιείται σύμφωνα με τα «επιβαλλόμενα». Ο λαός δεν έχει λόγο. Η διανόηση κατέχεται από λίγους, ως χάρισμα που δε χαρίζεται ώστε να θεωρηθεί προνόμιο και των αξετίμητων κοινών θνητών! Αυτοί, οι «χαρισματικοί» του πνεύματος κατευθύνουν τη σκέψη και προορίζουν/περιορίζουν το νου. Αυτοί, με κωδικοποιημένη μεθοδολογία, χρησιμοποιώντας το πολυσύνθετο της σκέψης και του λόγου, γίνονται κριτές, αποστροφείς, ταγοί. Μ’ επιτήδευση και «χάρη» επικρίνουν και καταδικάζουν, αποστασιοποιούνται κι επαναστατούν, λειτουργώντας ως ενεργό μέρος του συστήματος –αποτελούν το αντίρροπο για την ισορροπία του. Αυτοί, έχουν το προνόμιο ν’ αποτελούν τους φορείς και προαγωγούς της σκέψης, ενώ όλοι οι άλλοι, οι γύρω τους, οι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι, αποτελούν τους καταναλωτές κρίσεων, θεωριών κι αποφάσεων. Η καθεστηκυία τάξη διαμορφώνει τους απαραίτητους διαχωρισμούς, θέτει τα όρια και τους περιορισμούς, για να τηρούνται οι επιβεβλημένες ισορροπίες. Το σύστημα της παραγωγής και της κατανάλωσης υπηρετείται κι εξυπηρετείται από τους διανοητές που εγίναν όργανά του.
Στον κόσμο τούτον, ο «σκοτεινός» ποιητής της θλίψης, που αντιτείνει λόγο από το περιθώριό του, θεωρείται (και είναι) επαναστάτης –ένας αιρετικός που ενοχλεί! Ενάντια στους άλλους, που καθοδηγούν και καθεύδουν, αυτός δημιουργεί, πράττει και συμπράττει, ανάγει κι εξυψώνει. Διότι μιλά από τα μύχια της ψυχής του, διότι η καρδιά του ραγίζει και πονά. Πάσχει, υποφέρει. Αλλόφερνος καταδίνεται στην αποστολή του αντίρροπου, στο μετάφερνο. Και χαλνά έτσι την ησυχία του πνεύματος, την αταραξία της κατατονικής ζωής, την απάθεια του συνόλου, γιατί συμπεριφέρεται ως δημιουργός!
Ο λαός λοιπόν, που κάποτε εξύψωνε τον ποιητή, που ήταν ο ίδιος ποιητής, σήμερα τον αποκηρύσσει, τον απομειώνει, τον χλευάζει φορές, τον απομονώνει. Τον θεωρεί γραφικό, τραγικό, μια γκροτέσκα φιγούρα που είναι έξω από τα μέτρα των καιρών. Είναι ένας παρίας της ζωής, ένας παρείσακτος κι ανωφελής του βίου. Ιδού πώς αποδίδει την κατάσταση τούτη ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης: «Ο ένας μιλάει για ένα μάρτυρα / κι ο άλλος απαντάει για έναν ποντικό. / Ο ένας μιλάει για έναν Άγιο / κι ο άλλος απαντάει για ένα σκύλο. / Και είναι τότε που μέσα στη μαυρίλα είδα τον ποιητή ολομόναχο / και γύρω του να λάμπει / το κενό» («Το ποντίκι», Μίλτος Σαχτούρης).
Κάποτε ένας υπουργός, από κείνους που τους ξεχνά η ιστορία!, αποκάλεσε τους ποιητές «λαπάδες». Χωρίς αιδώ τούς περιγέλασε, τους ειρωνεύτηκε, τους λοιδόρησε. Με τρόπο σκωπτικό κι ανάρμοστο επέκρινε τη δημιουργία. Υπέδειξε κι ανέδειξε έτσι στους ποιητές, πώς τους αντιμετωπίζει η κοινωνία (ευτυχώς, όχι όλην…)
Ήταν, κείνος ο υπουργός, ο των Εσωτερικών Σωτήριος Κούβελας, στην κυβέρνηση του 1991 του Κων/νου Μητσοτάκη, που αποκάλεσε τους ποιητές «λαπάδες». Βεβαίως, αρνητικές (και ειρωνικές) κρίσεις για τους ποιητές εκφράζονταν και παλαιότερα, αλλά δεν αποτελούσαν τον κανόνα, δεν αποδίδονταν από θεσμικό όργανο και μάλιστα από εκπρόσωπο του λαού, καθώς δεν εντάσσονταν σ’ ένα γενικότερο κλίμα απαξίωσής τους, όπως συνέβη αργότερα κι όπως συμβαίνει σήμερα. Εντύπωση, για παράδειγμα, είχε προκαλέσει κάποτε η «επίθεση» κατά των ποιητών της εκδότριας της «Καθημερινής» Ελένης Βλάχου –μιας, υποτίθεται πνευματικής και εκλεπτυσμένης γυναικός–, η οποία στην εφημερίδα της το έτος 1958, είχε αναφερθεί με χλευαστικό τρόπο στους ποιητές, λέγοντας: «…μάζευε (η γιαγιά μου) όλους τους απένταρους και πειναλέους ποιητάς και έστρωνε το άσπρο κολλαριστό τραπεζομάνδηλο…» – εννοούσε τον Παλαμά, τον Δροσίνη, τον Σουρή, τον Σικελιανό κ.ά.!..
Ιδού το άγος των καιρών μας, ιδού η καταισχύνη, ιδού η κατάπτωσή μας… Ο χαρακτηρισμός αυτός, των «λαπάδων» ποιητών, μας χαρακτηρίζει ως κοινωνία. Δηλοποιούμαστε δι’ αυτού, αποκαλυπτόμαστε. Είμαστε ό,τι ως χλευασμός αποδίδονταν στους ποιητές, είμαστε οι λαπάδες του εαυτού μας! Είμαστε, με την αποστασιοποίησή μας από τη νόηση της ψυχής και με την ευτέλειά μας στο νοείν, η λαιμητόμος του πνεύματός μας.
Τούτο συμβαίνει γιατί χαθήκαμε στους δαιδάλους μας, γιατί καταποντιστήκαμε στα βάθη μας. Συμβαίνει διότι γινήκαμε οικονομικοί άνθρωποι και πάψαμε νάμαστε λυρικοί. Πού η ευαισθησία μας, πού η εσωτερική μας ενέργεια, πού το πάθος μας για δημιουργία; Χαμένα είναι, ασύμβατα με το πνεύμα των καιρών. Μάθαμε να είμαστε τεχνοκράτες, σκληροί και ψυχροί, απόλυτοι κι άτεγκτοι τεχνοκράτες –το σύστημα της ζωής μας μάς εκπαίδευσε ως προς αυτό. Σβηστήκαμε έτσι στ ́ ασήμαντα, μας παρέσυραν τα τρωτά κι αποσβέστηκε η ελπίδα, ξεχάστηκε τ’ όνειρο. Πράματα που κάποτε ήταν αληθινά μεγάλα, σήμερα φαίνονται μικρά, απόηχα, ασήμαντα, ως μη χρηστικά!
Ο ποιητής σ’ όλα αυτά, κατέστη φιγούρα τραγική. Γκροτέσκα φιγούρα στους σύγχρονους καιρούς της αποπομπής και της στέρησης. Ο ποιητής έγινε ο εσταυρωμένος όλων μας –«…πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δε βλέπουν κανένα ιδανικό στη ζωή τους», σημείωνε λίγο πριν την αυτοκτονία του ο τραγικός ποιητής Κώστας Καρυωτάκης.
Όμως, ιδού το δράμα μας: Ο ποιητής που υπάρχει μέσα μας (ο καθένας από εμάς είναι ποιητής της ψυχής του –άλλο εάν αυτός ο εαυτός μας κρατιέται φυλακισμένος, κοιμώμενος ή απαίδευτος), καθημερινά δολοφονείται. Τον εαυτό μας, λοιπόν, με τον τρόπο της ζωής μας καταδικάζουμε ̇ αυτόν λιθοβολούμε ̇ αυτόν θανατώνουμε. Ο Καρυωτάκης, σ’ αυτόν αναφέρεται, όταν μιλά για τους ποιητές που άδοξοι είναι: «…Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε, / νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή / μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι» («Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων», Κων/νος Καρυωτάκης).

(από το βιβλίο μου “ΤΑ ΙΔΙΟΓΡΑΦΑ. Κείμενα αειθαλή και φυλλοβόλα”, δοκίμια, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2017,https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=42567

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.