Η πλατεία του χωριού, η «πλατεία του πλατάνου» όπως λέγεται (λόγω, σαφώς, του κυρίαρχου στοιχείου του χώρου, που είναι ο πλάτανος), είναι η «άλλη» πλατεία, ξέχωρη κι εντελώς διαφορετική από αυτή της πόλης. Σαν παραδοσιακή λογίζεται, κάτι που στη σκέψη των Νεοελλήνων τής δίδει την αναγκαιότητα της διατήρησης, ως αξία του χώρου, ως στοιχείο προστατεύσιμο –όχι όμως μουσειακό, γιατί ζείται–, που χάνεται –και γι’ αυτό ως απολαύσιμο στοιχείο ή ως αξιοθέατο λογίζεται. Κι εδώ έγκειται η τραγωδία της, στο ότι δε βιώνεται από τους σύγχρονους –και, κατ΄ επέκταση, δεν κατανοείται η σημασία της–, ενώ φτιάχτηκε για να ζείται.
Μια εξήγηση της ύπαρξης της «πλατείας του πλατάνου» στα ελληνικά χωριά αποδίδεται από την ιστορία των τόπων κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν στα πλαίσια της περιορισμένης αυτονομίας περιοχών της Ελλάδας, δόθηκε η δυνατότητα της συνεύρεσης των κατακτημένων, κάτι που πραγματώνονταν στις πλατείες των οικισμών. Ο πλάτανος, φυσικό στοιχείο περιοχών της χώρας, με την μακροζωία του και τη σκιερότητά του αποτέλεσε σημείο αναφοράς και τοπόσημο του χώρου, ενώ ο καφενές (για την αντάμωση και τη φίλεψη των συνευρισκομένων), η εκκλησία (για την άσκηση της θρησκευτικότητας), το Δημαρχείο (για τη διοίκηση του τόπου) κι άλλες κατασκευές, συγκεντρώθηκαν γύρω από το χώρο αυτό, που ο Έλληνας όρισε ως κέντρο των δραστηριοτήτων του.
Η πλατεία του χωριού συνεπώς, είναι ο τόπος των ανθρώπων. Είναι κέντρο, πόλος, εστία, καθώς οι δρόμοι του οικισμού και η ζωή των ανθρώπων ξεκινούν και καταλήγουν σε αυτήν. Είναι ο “αφαλός” της ζήσης των ανθρώπων της υπαίθρου, που τη ζωή βιώνουν στους τόπους της. Είναι της γης το πρόσωπο, εκφρασμένο με το ήθος της ψυχής των ανθρώπων που ζουν το χώρο. Εάν οι άνθρωποι αυτοί λείψουν, τότε θα λείψει και η πλατεία του χωριού, γιατί οι σύγχρονοι –όντας αποστασιοποιημένοι από την εστία και τον περίγυρο– δε θα μπορούν πλέον να την υποστηρίξουν, αφού δε θα τη ζουν.
Η πλατεία του χωριού, με τον πλάτανο και τον καφενέ, αποτελεί το κέντρο της οργάνωσης ενός τόπου εξαιρετικά απλού στη δομή του, μα ευεργετικού για τις αξίες του και τις ποιότητές του. Ο διοργανισμός του χώρου εξαντλείται στην ύπαρξη της πλατείας και στην περιφερειακά αυτής οργάνωση του οικισμού. Η λογική όλης της οργάνωσης απορρέει από την έννοια του συμπαγούς περίκλειστου οικισμού, που θέλει την κοινωνία να οργανώνεται αυστηρά και περιοριστικά, για να εξασφαλίζει το μέλλον της. Τούτη όμως η απλότητα, που συνιστά μιαν ιδιαίτερη ολότητα, είναι που κάμει τελικά το σύστημα της ζωής ευάλωτο, ακριβώς γιατί δεν υποστηρίζεται από μηχανισμούς, αλλά από ανάγκες, από συναισθήματα και αξίες, που απαιτούν ανθρώπους εν κοινωνία για το ζην. Εάν τούτα αμβλυνθούν ή εκλείψουν, τότε οι ανθρώπινες σχέσεις θα χαθούν και τα στοιχεία του χώρου, μέσα από τα οποία εκφράζονται (με κυριότερο την πλατεία), δε θάχουν λόγο ύπαρξης και θα καταρρεύσουν.
Σ’ ένα τέτοιο απλό σύστημα, η έκφραση του χώρου αποτελεί έκφραση της ψυχής των ανθρώπων του, κι αυτό φαίνεται να είναι τόσο βασικό, που το νοιώθεις ευρισκόμενος σε οποιαδήποτε πλατεία χωριού. Κάθε τέτοια, έχει την προσωπικότητά της, έχει το δικό της διαφορετικό στοιχείο· έναν τόνο ξεχωριστό, αυτόν των ανθρώπων της. Έχει να σου διηγηθεί ιστορίες και να δημιουργήσει συναισθήματα: αυτά που οι άνθρωποί της κουβαλούν και τα μεταφέρουν στο χώρο. Ο χώρος μιλά, ανασαίνει, παράγει ζωή. Δεν είναι σκηνικό, δεν είναι πεδίο, αλλά θώκος και πηγή.
Παρά το μικρό της μέγεθος, η πλατεία του χωριού είναι διάπλατη, είναι πλέρια. Είναι απλή-απλότατη, ταπεινή, όχι ευφάνταστη, όχι μνημειακή. Φτιαγμένη στην ανθρώπινη κλίμακα, σοφή στη διαχείριση του χώρου, χωρίς δαπάνες, περιττά δοσίματα και περισσεύματα. Στο μέγεθος της ψυχής απλούται και μικρούλα δείχνει, μα τα πάντα χωρά, γιατί ολοένα φαρδαίνει εάν τη λογιάσεις ζεστά. Με την καρδιά χωρούν μύριοι εκεί: οι καλοί της ζήσης που δε θ’ αποκλειστούν εάν πολλοί γίνουν. Μια αγκαλιά λοιπόν η πλατεία του χωριού, οπού στα πρόσωπα των ανθρώπων μετρούνται συναισθήματα, ήθη, σκέψεις, συλλογισμοί, μετρούνται αξίες, καθώς σε αυτήν δε λογιάζεις φιγούρες μα υπάρξεις.
Δεν είναι, συνεπώς, η γραφικότητα του χώρου που προσδίδει δύναμη στην ιδιαιτερότητά του, ένεκα προφανώς των στοιχείων που τον χαρακτηρίζουν (του πλατάνου με τον παραδοσιακό καφενέ ως επί το πλείστον), αλλά η συναίσθηση του γίγνεσθαι κι ό,τι από αυτό αποπνέεται. Ο θεωρός που θα εντρυφήσει, θα κατανοήσει τον τόπο ως σύνολο, ως δημιουργία, στην οποία το έμψυχο και το άψυχο, η φύση και ο άνθρωπος, συμμετέχουν ενεργά. Και σε τούτο έγκειται η μαγεία που αναδεικνύεται, η μυσταγωγία που συντελείται σε χώρους που γεμίζουν με συναισθήματα, στο γεγονός ότι αντιμετωπίζονται ως ολότητες, ότι νοούνται ως δημιουργίες και επικοινωνίες ψυχών.
Στην ύπαιθρο τα πεδία περισσεύουν. Δεν τα έχει ανάγκη ο χώρος, γιατί η απλωσιά του είναι μεγάλη. Η πλατεία συνεπώς στο μικρό οικισμό (στο χωριό), που στοιχείο της υπαίθρου χώρας λογίζεται, δεν αποτελεί άνοιγμα, πεδίο –όπως θεωρείται στην πόλη–, πάρα είναι τόπος για συνεύρεση και κοινωνική ενησχολή, είναι χωρική συνισταμένη ζωής, είναι σύγκεντρο. Αποτελεί αγορά, σπουδαστήριο (της ζωής), χώρος εκδηλώσεων (θρησκευτικών, πολιτικών, μεταπρατικών κ.ά.), βουλευτήριο, είναι –ακόμα– Πνύκα.
Στην πλατεία του χωριού, ο άνθρωπος θα σταθεί, θα καθίσει, δε θα διέλθει, δε θα προσπεράσει. Εκεί θα επικοινωνήσει και θα συναισθανθεί. Ο συμπράτης άνθρωπος θα τη θεωρήσει μέρος του ζωτικού του χώρου και θα την απολαύσει. Η πλατεία γι’ αυτόν αποτελεί προορισμό, είναι ανάσασμα. Ο πλάτανος εξάλλου, και ο καφενές εκεί, δηλοποιούν τον τόπο: νάχει ο άνθρωπος πηγή, για συνεύρεση, για φίλεμα, για ξαπόσταμα, για συλλοή· σάμπως και νάφερε αυτός τη φύση στον οικισμό, με την πηγή και τον πλάτανο αυτής βαλμένα στον κόσμο του, για να βρίσκει ο καθείς –o οδοιπόρος της ζωής– απόκαμα, όταν αποζητήσει τη δρόσο την ευεργετική!

(μέρος του δοκιμίου μου για την ελληνική πλατεία, με τον τίτλο “Σιωπηλές πλατείες. Σκέψεις για την ελληνική πλατεία” www.greekarchitects.gr24 Ιουνίου & 13 Ιουλίου 2010).

(φωτ.: πλατεία Άντισσας Λέσβου – αρχείο Αντώνιου Β. Καπετάνιου)

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.