Ο άνθρωπος συμμετέχει στο φυσικό σύστημα ενεργά. Δραστηριοποιούμενος στο χώρο, μοιραία τον αλλάζει. Δε δύναται, έτσι, να θεωρούμε παρθένα τη φύση με τον άνθρωπο εν αυτής, αλλά τούτο δε σημαίνει ότι δεν είναι φύση. Ο άνθρωπος αποτελεί τον κύριο, κρίσιμο κι αποφασιστικό παράγοντα του συστήματος, είναι αυτός που το στηρίζει, που το προάγει, …αλλά και που το καταστρέφει! Το «κλειδί» συνεπώς στην πράξη του ανθρώπου βρίσκεται στη φύση της ανθρώπινης ενέργειας, στη σχέση της εσωτερικής φύσης του ανθρώπου με την εξωτερική του περιβάλλοντός του, που είναι απόρροια μιας φιλοσοφίας και ενός τρόπου ζωής, μιας κουλτούρας που έχει να κάμει με τη γνώση, με την ηθική και τη συνείδηση, και που καθορίζει το αποτέλεσμα της πράξης, δηλαδή ποιο θάναι το δημιούργημα. Ο άνθρωπος που λειτουργεί θετικά στο φυσικό χώρο, που ενισχύει την ποικιλότητά του, που τού προσδίδει ενδιαφέρον και δημιουργεί προοπτική, ανάγει το σύστημα και διαμορφώνει ποιότητες, ακριβώς γιατί δημιουργεί, γιατί αποικοδομεί και δεν αποδομεί.
Ο αρνητικός άνθρωπος, στην αντίπερα όχθη, ο μονότροπα τεχνοκρατικός άνθρωπος, αλλά και ο αδιάφορος ακόμα με τη στάση ζωής του –που δυστυχώς, αποτελεί την οικτρή πλειοψηφία που διαμορφώνει τους κανόνες του σύγχρονου ζην–, φθείρει, μαραίνει κι αργεί, καταστέλλει και μοιραία καταστρέφει, δημιουργώντας τη σκοτία, την κοιλιαρφανία και την ακαρπία των καιρών μας.
Η «παράταιρη» –εξαιτίας των παραπάνω– φύση, άγνωστη και ουτιδανή στον απαίδευτό της άνθρωπο, αποτελεί εμπόδιο ή το «αντίπαλον δέος» στο έργο του, στον κανονισμό/διοργανισμό που αυτός επιβάλλει στον κόσμο. Είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη για τον τεχνοκράτη άνθρωπο, τον βεβαρυμμένο με τα άχθη της κοντοζωής, μη δυνάμενη ν’ αναφανεί και να έχει ρόλο στην πορεία του κόσμου στα πλαίσια μιας ολότητας. Υπάρχει απλά για να εξυπηρετεί καταστάσεις, να «υπηρετεί» σκοπούς, σύμφωνα με τα κρατούντα, και… αδήλως κι «ατύπως» να «προσφέρεται» ̇ με την προσφορά της να λογίζεται απαιτητά κι αναντίρρητα. Έχει χρησιμοθηρική διάσταση η αντιμετώπισή της, και ως τέτοια καθίσταται θυσιαστική! Αποτελεί εργαλείο στα χέρια του σιδηρού ανθρώπου, χωρίς να υπολογίζεται ως ύπαρξη, ως ποιότητα, ως αξία!
Η ανθρωποκεντρική αντίληψη που προσδόθηκε στον κόσμο μας, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αποτέλεσε το κέντρο της ύπαρξης κι όλα πάνω στη γη έπρεπε να κατατείνουν στην ικανοποίηση των επιδιώξεών του, καθόρισε την «πορεία προς την πτώση του» –ως άλλος πρωτόπλαστος θαρρείς!..–, η οποία εν πολλοίς ήταν μπουφονική κι αυτοκτονική. Δεν υπολόγισε την επερχόμενη συντέλεια, τον Αρμαγεδδώνα που έρχονταν από την ξολοθρευτική πορεία που διήγαγε, για την απόλαυση των εφήμερων. Δε σεβάστηκε τη γεννήτορα, τη μάνα γη, τον δημιουργό όπως αυτός αντιπροσωπεύονταν στο πρόσωπό του, μη σεβόμενος επομένως τον ίδιο τον εαυτό του. Η μαθηματική σχέση ζωής που εν προκειμένω ισχύει, είναι ότι, το ποσοστό της ανθρώπινης ευημερίας είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ευημερία του οικοσυστήματος. Είναι χαρακτηριστικός ως προς τούτο, ο ορθολογισμός του Καρτέσιου, που μίλησε για μηχανές που αν υποκαθιστούσαν τα φυσικά όργανα του ζώου και αν το κατασκεύασμα εμφανίζονταν με τη μορφή του, δε θα είχε λόγο ύπαρξης το πραγματικό ζώο!
΄Αφηκε έτσι ο άνθρωπος εσχάτη παρακαταθήκη στους επιγόνους, από τις άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις των ενεργειών του, τις οποίες ήδη οικτρά βιώνουμε, την κατάσταση της Γης, ζώντας την αρχή ενός Αρμαγεδδώνα. Αν, αντίθετα, συλλογούνταν στα γύρω του, αν υπολόγιζε την αξία της κάθε ύπαρξης, λειτουργώντας –γιατί όχι;– βιοκεντρικά, ή τέλος πάντων «λογικά», τότε δε θα φτάναμε στο «θυσιασμό του κόσμου» για την ικανοποίηση των επιθυμιών του. Διότι, αν δημιουργός ήταν, απαλλαγμένος από άχθη βαριά και πάθη τραγικά, κι αν με λογισμό και μ’ όνειρο (που έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός…) πορεύονταν, τότε θα ήταν διαφορετικός στην πράξη του ̇ κι άλλος θα ήταν και ο κόσμος του. Δηλαδή, αν “ποιητικά έπραττε”, τότε θάχε θετικό προορισμό και μέλλον…
Δέστε το απλά: Η ευχαρίστηση, η ψυχική δόνηση, η ευφορία, η πληρότητα, που εκδηλώνεται με τη φύτευση ενός φυτού στη γη ή στη γλάστρα, με την περιποίηση του άνθους, με την καλλιέργεια π.χ. του αμπελώνα ή με την αντίληψη της μέλισσας ή της πεταλούδας στο πέταγμά τους…, αποτελούν έκφραση από τον άνθρωπο βιοκεντρικής σύλληψης του κόσμου του, αφού η προσφορά διά της δημιουργίας, προϋποθέτει αίσθηση για τη γη και συμμετοχή στα γύρα, στο φυσικό γενόμενο, που εν προκειμένω εκδηλώνεται με την επιθυμία του έπαφου της φυσικής ζωής.
Η αναγνώριση ενδογενούς αξίας στους οργανισμούς, ποτέ δεν αποτέλεσε προτεραιότητα στη σκέψη ή την πράξη του ανθρώπου, για λόγους ωφελιμιστικούς κυρίως, αλλά κι επιβίωσης σε κάποιους καιρούς, που οδηγούσαν τις έγνοιες του αλλού. Τούτο δε σημαίνει ότι απώλεσε το βιοκεντρισμό του, ο οποίος υφίστατο βαθιά του και φορές εκδηλωνόταν, καθώς ο άνθρωπος είναι ον της φύσης και ρέπει προς το φυσικό δημιούργημα. Ήταν αδύνατο ν’ αγνοήσει τον ενόργανο κόσμο, τον αισθητό, αφού, όπως προείπαμε, έχει φυσική εξάρτηση απ’ αυτόν, καθότι φυσικό ον είναι και ο ίδιος…
Καταστέλλονταν μολοντούτο η επιθυμία του ανθρώπου για φύση λόγω της πρόταξης άλλων (υλογενών) επιθυμιών και αναγκών. Ενδόμυχα έτσι, ίσως και μη συνειδητά, αναγνωρίζεται η ενδογενής αξία των οργανισμών ̇ αν και η ολοκληρωτική εξάρτηση του ανθρώπου από την ύλη, τον κάμνει συνήθως σκληρωτικό κι απόλυτο στη θεώρηση του κόσμου του. Είναι φορές μάλιστα, ελαχιστότατες δυστυχώς, που ωθούμενος από μιαν εσωτερική παρόρμηση, εξωτερικεύει την επιθυμία αυτή, κάτι π’ αποτελεί εκδήλωση ενός ασυναίσθητου βιοκεντρισμού.
(…)
Η απόδοση εγγενούς (ενδογενούς) αξίας στους οργανισμούς της γης, κερδίζει συνεχώς νέους υποστηρικτές, κυρίως μεταξύ των επιστημόνων των λεγόμενων οικολογικών‐βιολογικών επιστημών, αλλά και μεταξύ νεωτεριστών θεολόγων. Σύμφωνα με αυτούς, το ανθρώπινο γένος, ως φορέας ζωής, όπως αναγνωρίζει και δείχνει κατανόηση στους άλλους φορείς ζωής, οφείλει να δείχνει τον απαραίτητο σεβασμό για την ίδια τη ζωή σε όλες τις μορφές της. Είχα κάποτε γράψει στα μέσα της δεκαετίας του 1980, σ’ ανύποπτο χρόνο και χωρίς να έχω εντρυφήσει στο συγκεκριμένο αντικείμενο, κάτι που θεωρούσα αυτονόητο και μου υποδείκνυε η συνείδησή μου (η ανθρώπινη και η επιστημονική), ότι «το δένδρο που μεγαλώνει στην άκρη του δρόμου είναι ένας ζωντανός οργανισμός που ζητά τη φροντίδα μας ή φορές το έλεός μας, όταν κακώς το πληγώνουμε…» Αυτή η «αυτονόητη» σκέψη, που έπρεπε ν’ αποτελεί βασική θεώρηση του κάθε ανθρώπου και που πολλοί επιστήμονες σε διάφορες χρονικές στιγμές υποστήριξαν, χαρακτηριζόμενοι άλλοτε ως αιρετικοί κι άλλοτε ως γραφικοί, ήλθε να επιβεβαιώσει η Σύμβαση του Ρίο για τη βιολογική ποικιλότητα το έτος 1992, που στο εισαγωγικό της τμήμα αναγνώριζε την «ενδογενή αξία της βιοποικιλότητας και τις οικολογικές, γενετικές, κοινωνικές, οικονομικές, επιστημονικές, εκπαιδευτικές, πολιτιστικές, ψυχαγωγικές κι αισθητικές αξίες της βιοποικιλότητας και των στοιχείων που την απαρτίζουν».
Τούτο όμως πρέπει να έχουμε κατά νουν: Η φύση από μόνη της, στα πλαίσια της νομοτέλειάς της, δίδει προσφορές, παρέχει ωφέλειες, παράγει έργο, που, χάρη στον άνθρωπο όλα αυτά αποκτούν σημασία, περιεχόμενο και ουσία. Ο άνθρωπος κάμνει τη διαφορά στο κοσμολογικό σύστημα, αφού το εμπλουτίζει, το ανάγει, του δίδει προορισμό. Για το λόγο ακριβώς αυτό υποστηρίζουμε πως είναι συμμέτοχος και πονητής στο «οικοσύστημα» της ζωής. Ο άνθρωπος δημιουργεί ιστορία, πολιτισμό, παράδοση, δημιουργεί επιστήμες, ιδέες, γράμματα τέχνες…, όλα όσα δίνουν νόημα και περιεχόμενο στον κόσμο, όλα που φτιάχνουν τη ζωή γιομίζοντας το χώρο και κάμνοντάς τον τόπο ̇ …κι, εντέλει, πατρίδα. Ο άνθρωπος θέλει να έχει πατρίδα, να έχει βαστήγματα, θέμελα, ρίζες, κείνα που δυστυχώς, ασυλλόγιστα, ο ίδιος προδίδει, κατακρημνίζει, αποκόπτει! Τα υλικά και τα άυλα της ζωής, της νόησης τα ενεργήματα, είν’ ευεργετήματα της φύσης. Διότι, από τη φύση αντλούνται νοήματα, αυτή διαθέτει δομές, λειτουργίες και δίδει εμπνεύσεις για παραγωγή ζωτικού και πολιτισμικού υλικού. Τα φυσικά αγαθά είναι αγαθά της ζωής.
Υπό αυτή την έννοια, το φυσικό τοπίο γίνεται πολιτισμικό, ακριβώς επειδή ο άνθρωπος έχει βρει προορισμό σε αυτό και δημιουργεί ολότητες.
Ο άνθρωπος λοιπόν, κάθε άλλο παρά κυρίαρχος πρέπει να είναι «στον κόσμο του» ̇ όχι υπεράνθρωπος στο σύστημά του, καθώς κανένα από τα επιτεύγματά του δεν τον κάμνει ισχυρό, δεν του δίδει απόλυτη δύναμη, αν η φύση λείψει. Τ’ ανθρώπινα ενεργήματα γίνονται ευεργετήματα, εάν καλώς καμωθούν, εάν δεν (κατα)δυναστεύσουν και δεν «προδώσουν» τη γη. Εάν τη φύση «σεβαστούν», τη «συναισθανθούν» και την «εννοήσουν». Έτσι ιδωμένα γίνονται δημιουργίες. Διότι: τα οικοσυστήματα αποτελούν το φυσικό υπόβαθρο των ανθρωπογενών συστημάτων και ο άνθρωπος αποτελεί πονητή σε αυτά και ως τέτοιος είναι δημιουργός ζωής.
Η φύση γύρω μας, είναι η «φύση» του δημιουργήματος, είναι η αξία του –δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι, με τη λέξη «φύση» αναφερόμαστε στην ουσία του πράγματος στη βάση της αξιακής του θεώρησης, στο ζωτικό του περιεχόμενο. Η φύση λοιπόν είναι αξία διότι είναι η έννοια του δημιουργήματος, το βαθύ κι ουσιαστικό που αναπαριστάται με τις αγνές και πηγαίες γύρω μας υπάρξεις. Η φύση είναι σημαντική για το βαθύτερο που προσφέρει: για τις εγγενείς ηθικές της αξίες, που προσλαμβανόμενες δημιουργούν όντα (ανθρώπους), που είναι φορείς της συστημικής ηθικής αξίας της. Και τούτο διότι το φυσικό σύστημα παράγει όντα κι έννοιες (παραγωγές), που διαθέτουν εγγενή ηθική αξία, η οποία συνιστά κείνη που προσδιορίσαμε για το σύστημα ως συστημική ηθική αξία. Τούτο δηλοί τη σημασία της γης, τη σημασία της φύσης κατά την έννοια της «μητέρας», δηλοί συνεπώς την ανάγκη διατήρησης των στοιχείων της ως αξιών γέννησης, δημιουργίας, συνέχειας.
Η φύση είναι ζωή, και μέσα από την αρμονική και κοινή πορεία της με τον άνθρωπο αποκτά σημασία (κι αξία) το δημιούργημα, γενόμενο ολότητα ̇ και τούτο είναι πρωταρχικό, αφού η κοινωνία έχει τις πηγές της στην παραπάνω αξιακή βάση. Θεωρώντας ως αξία τη φύση, έχουμε υποχρέωση να τη διαφυλάττουμε, άλλες δε φορές να τη δημιουργούμε, συγκροτούμενοι σ’ ένα διαρκές ζην.
Η υποχρέωση αυτή, είναι αποτέλεσμα αυτογνωσίας, γνώσης δηλαδή τού Είναι μας, συνειδητοποίησης της ύπαρξης ως Αρχή της ζωής και ως ανάγκη για τη ζωή και το μέλλον. Η εννόηση από τον άνθρωπο‐ δημιουργό της ύπαρξης με την έννοια που την προσδιορίσαμε, συγκροτεί την παιδεία του, π’ οδηγεί στην κατανόηση του δημιουργήματος και στη συνειδητοποίηση της σημασίας του, διαμορφώνοντας την ορθή πράξη για τη γη ̇ κάτι θεμελιώδες για την προστασία των αξιών και δικαιωμάτων του δημιουργήματος, για του ανθρώπου το ριζικό και το μέλλον. Άλλως, νεκρό το σύστημα της ζωής είναι, αυστηρά τεχνητό, «άζωο», ρηχό, «άγνωστο» κι απρόβλεπτο ̇ κι υπάρχει εκτροπή από τους φυσικούς κανόνες που συγκροτούν τη ζωή – κάτι, φευ, σύνηθες στις μέρες μας!..
Ο άνθρωπος, άπατρις καταγίνεται στην αφ’ εαυτόν και κατά συνθήκη καταδίκη του στην α‐τοπία…
(από το βιβλίο μου «ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ», έκδοση ιδίου, Αθήνα 2020,https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=55012
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.