Το θάμα του ελληνικού τοπίου αποδίδεται όμορφα στην παρακάτω ιστορία, που αρκεί η αναφορά της για να καταδειχτεί η δύναμη του ανείδωτου από τ’ αδηφάγα ανθρώπινα μάτια του τόπου, που διψούν για πλούτο γης, όχι της αίσθησης αλλά της εντύπωσης. Ενός τόπου άνυδρου μα όχι στείρου, γιομάτου από τον πλούτο της προσφοράς του ισχνού φρυγανικού φυτού. Το ελληνικό τοπίο φαίνεται γυμνό αλλά δεν είναι, αφού βλάστηση μικρή, ισχνή μα πλήθια καλύπτει τη γη: η ταπεινή μα τόσο πολύτιμη βλάστηση των φρυγάνων. Διά τούτο, λίγο τον βλέπεις τον τόπο τον ελληνικό, περισσότερο τον νοιώθεις. Διότι πρέπει να σου μιλήσει στην ψυχή για να τον αισθανθείς. και για νάχεις ένα τέτοιο προνόμιο πρέπει νάσαι νοιωστός της γης. Νάχεις τη συγκρότηση για να νοείς και να νοιώθεις.
Είναι ιστορία αληθινή η παρακάτω, διηγημένη από τον συγγραφέα Αρίστο Καμπάνη στον επίσης συγγραφέα και κριτικό Αντρέα Καραντώνη, ο οποίος τη δημοσιοποίησε. Συνέβη στη Μύκονο, μπορούσε όμως νάχει συμβεί σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ελλάδας, οπού τόποι ταπεινοί, στεγνοί τη συνθέτουν, φτιάχνοντας την εντέλει λιτή, ιδιαίτερη ομορφιά της. Κάπου φαίνεται ν’ αποξέχασε στο φτιάξιμο του κόσμου ο θεός την Ελλάδα, και από τα περισσεύματα της δημιουργίας −πούναι αμάρτημα, ακόμα και για τον ίδιο το θεό, να τα πετάς, αφού αποτελούν τα ψίχουλα της ζωής−, έφτιαξε κατάσπαρτη και διάφορη γη, όλο ποικιλία και πλούτο σκορπιστό. Την αναφέρουμε την ιστορία, για να δείξουμε τη δύναμη των αγνοημένων ελληνικών τόπων της στέρησης, που τόσο πλούτο κρύβουν και τόση ομορφιά, και που ως θάμα σου αποκαλύπτονται όταν ανέλπιστα φανούν!
Κάπου στη δεκαετία του ’60 λοιπόν, ο Καμπάνης φιλοξενούσε στη Μύκονο ένα Γάλλο αρχαιολόγο, που πραγματοποιούσε ανασκαφές στη Δήλο. Ο Γάλλος, ενώ απολάμβανε την ελληνική φιλοξενία και τις ελληνικές ομορφιές, δυσφορούσε συνάμα και γκρίνιαζε για το γυμνό τοπίο των νησιών μας. Όσο κι αν του εξηγούσε ο Καμπάνης για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των συγκεκριμένων τοπίων, για τη φύση που δεν έβλεπε, αυτός δεν έδειχνε να καταλαβαίνει, δεν ένοιωθε την αξία τους. Κάποια στιγμή τον πήγε ο οικοδεσπότης του στο μοναστήρι της Τουρλιανής, διασχίζοντας μια χέρσα γη χωρίς δένδρα, σε μέρη της οποίας υπήρχαν ξερολιθιές με κτήματα, αιγοπρόβατα που έβοσκαν, σκόρπια άσπρα σπιτάκια και ξωκκλήσια. Ο Γάλλος, έχοντας ταλαιπωρηθεί από τη διαδρομή, άρχισε να γκρινιάζει έντονα, κατακρίνοντας και πάλι το τοπίο αυτών των νησιών, πράμα που έκαμε και στον ηγούμενο της μονής όταν τον συνάντησε.
Ο τελευταίος, ατάραχος, του εξήγησε τι ακριβώς συνέβη στον τόπο το στερημένο: «…Όταν ο θεός αποφάσισε να πλάσει τον κόσμο, γέμισε ένα μεγάλο πανέρι με χώματα, δέντρα, σπόρους, καρπούς, ζώα, χρυσάφια, πολύτιμες πέτρες, σίδερο, χαλκό, πετρέλαια και λογής άλλα αγαθά. Κι απλώνοντας κάθε τόσο το χέρι του στο πανέρι, έπαιρνε από εδώ κι από κει ότι συναντούσαν τα δάκτυλά του, τα έπλαθε σαν ένα ζυμάρι και τα τίναζε στο χάος. Κι έτσι γεννήθηκε η γης… Είχε πια σχεδόν τελειώσει το μεγάλο του έργο και στο πανέρι τού είχανε μείνει μονάχα λίγα τρίμματα από χώμα και κάτι πετραδάκια. Με μια κίνηση αφηρημένη μάζεψε τα κατακάθια και τα πέταξε στη θάλασσα. Πέσανε στο Αιγαίο. Έτσι ξεπετάχτηκαν μέσα από τα κύματα τα νησιά των Κυκλάδων. Σκύβει ο θεός να δει το έργο του και τι βλέπει; Τα γυμνά Κυκλαδονήσια –αυτά τα φαλακρά κεφαλάκια– να πλένε στη θάλασσα, να χτυπιούνται από τα κύματα. Κατάλαβε πως τ’ αδίκησε κι από τη στεναχώρια του, έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό».
Πριν, όμως, αποτελειώσει καλά-καλά τη φράση του, δυνατό μελτέμι τραντάζει το μοναστήρι, ανοίγοντας με δύναμη τα παράθυρα και φωτίζοντας με υπέρλαμπρο φως το σκοτεινό δωμάτιο. Αίφνης ευωδιές βοτάνων (από τη γύρω φύση, από τα φρύγανα) σκόρπισαν στο χώρο και η μυρωδιά της κυκλαδίτικης γης κάλυψε τα πάντα.
Τότε, γυρνά ο ηγούμενος προς τον Γάλλο και του λέγει με ικανοποίηση: «Ιδού, αυτή είναι η ανάσα του Θεού, αυτή είναι η Μύκονος!»

[περιλαμβάνεται στο δοκίμιό μου “Η Ελληνική φύση των Φρυγάνων (της ευωδιάς και του ανθού…)”, δημοσιευμένο στο e-magazine www.greekarchitects.gr στις 5 Δεκ. 2010].

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.