Η αξιοποίηση της φύσης παίρνει διάσταση αναπτυξιακή από τους υποστηριχτές της, καθώς νοούν τον άνθρωπο εν αυτής όχι ως κοινωνό, ως συμμέτοχο και πονητή στο φυσικό γίγνεσθαι, αλλά ως εκμεταλλευτή, ως επενδυτή επί του φυσικού πράγματος, τ’ οποίο δεν εκλαμβάνεται ως αγαθό, αλλά ως περιουσιακό ή (και) χρηστικό κεφάλαιο (ως ύλη). Στα πλαίσια αυτής της αντιμετώπισης θεωρούν, π.χ., συμβατή την πολεοδόμηση των δασών ή την απόδοση των παραλιών της χώρας σε επιχειρηματικές δραστηριότητες.
(…)
Ως προς τη δόμηση των ελληνικών δασών, που αποτελεί «διακαή πόθο» πολλών Ελλήνων και ως προς την πραγμάτωσή της, βλέπουμε να συναινούν κόμματα, τοπική αυτοδιοίκηση, Τύπος, φορείς, τεχνοκράτες, και φυσικά οι εμπλεκόμενοι πολίτες. Αυτοί δημιουργούν ένα ισχυρό block κοινών θέσεων, πιέζοντας για την ικανοποίησή τους, και σε πολλές περιπτώσεις πετυχαίνουν το σκοπό τους. Είναι χαρακτηριστικό ως προς τούτο το γεγονός που αναφέρει ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Μίμης Πλέσσας για τον οικισμό των καλλιτεχνών (τη γνωστή «Καλλιτεχνούπολη») στο δάσος του Πικερμίου, ο οποίος δημιουργήθηκε κατά τη δεκαετία του 1960 και δείχνει τη σύμπραξη των παραγόντων που προηγουμένως αναφέραμε για την επίτευξη του σκοπού της δόμησης του δάσους. Λέγει: «Όταν ο Κώστας Γιαννίδης, ο Τάκης Μωράκης κι εγώ, πήγαμε και συναντήσαμε τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου για το ζήτημά μας (τη δόμηση του δάσους), μας αγκάλιασε, πήρε στο τηλέφωνο τον υπουργό Γεωργίας και του ζήτησε μέσα σε ένα μήνα να έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες κατάτμησης του χωριού των καλλιτεχνών» (από τον τόμο «Μίμης Πλέσσας, ένας δρόμος, χίλιες νότες», εκδόσεις Άγκυρα, Αθήνα 2002, σελ. 121‐122).
Με άμεσες δηλαδή διαδικασίες έπρεπε να πραγματοποιηθεί η δόμηση του παραπάνω δάσους! Κι όλα τούτα που συνέβαιναν κι αφορούσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση, πραγματοποιούνταν παρά το γεγονός ότι οι πολεοδομικού χαρακτήρα ρυθμίσεις για τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς, όπως της προαναφερόμενης περίπτωσης, διαμόρφωναν μιαν κατάσταση για την οποία δεν υπήρχε σχετική πρόβλεψη (για την ακρίβεια: απαγορεύονταν), αφού μετά την ισχύ των διατάξεων περί σχεδίων πόλεων (από το έτος 1924 και μετά), δεν μπορούσαν να οικοπεδοποιούνται δάση βάσει ιδιωτικού ρυμοτομικού σχεδίου!!! Είναι χαρακτηριστικός ως προς τούτο ο καταγγελτικός λόγος του Ζαχαρία Παπαντωνίου το έτος 1931, γι’ ανάλογες περιπτώσεις κείνης της εποχής: «Πρέπει επιτέλους ν’ αφαιρεθεί το δικαίωμα της πολεοδομικής κακουργίας από τους ιδιώτας στα δάση της χώρας μας…»
Ως προς το προκείμενο ζήτημα, για το εάν πρέπει να δομούνται δάση, έχουμε να επισημάνουμε ότι το εγχείρημα της δόμησης των ελληνικών δασών δοκιμάστηκε κατά το παρελθόν κι απέτυχε! Δοκιμάστηκε στις περιπτώσεις των οικοδομικών συνεταιρισμών, της δόμησης για την αποκατάσταση αστέγων και προσφύγων, για τη δημιουργία εξοχικών‐παραθεριστικών οικισμών, για τη δημιουργία αγροτικών συνοικισμών, καθώς και σε κείνες τις περιπτώσεις που δάση δομήθηκαν παρανόμως και στη συνέχεια νομιμοποιήθηκε η διαμορφωθείσα κατάσταση.
Αν κοιτάξουμε στην Ανατολική Αττική για παράδειγμα και συγκρίνουμε τη σημερινή κατάστασή της με κείνη του παρελθόντος, θα διαπιστώσουμε ότι τα πλούσια (το περίφημα) αττικά δάση (δρυοδάση αρχικά και μετέπειτα πευκοδάση, στα πλαίσια της φυσικής διαδοχής που υπήρξε) απωλέσθηκαν λόγω της σκόρπιας και κατά σύστημα άναρχης δόμησης, η οποία πραγματοποιείτο χωρίς χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό. Θ’ απορήσουμε αλήθεια με το εύρος της καταστροφής, με το μέγεθος της απώλειας φύσης! Ακόμα δε και στις περιπτώσεις που οικισμοί δημιουργήθηκαν βάσει σχεδίων, με την προοπτική τα δάση να παραμείνουν ως ποιοτικά στοιχεία της κατοίκησης, αυτά στην πορεία χάθηκαν ή βρέθηκαν σε κατάσταση πλήρους υποβάθμισης, μη λειτουργούντα ως δασικά οικοσυστήματα σύμφωνα με το φυσικό τους προορισμό (περιπτώσεις Ν. Βουτζά, Ροδόπολης, Καλλιτεχνούπολης, Ανθούσας, Πόρτο Ράφτη, Εκάλης κ.ά.) –θα υποστηρίζαμε ότι κυριολεκτικά τα «κατάπιε» ο οικισμός κι έπαψαν να επιτελούν το φυσικό τους ρόλο.
Οι οικισμοί δεν προστάτευσαν το δάσος κι αντίστοιχα δεν προστατεύτηκαν. Τούτο συνέβη διότι δημιουργήθηκαν σε μεσογειακά περιβάλλοντα, «φιλικά» στη φωτιά, (κυρίως σε πευκοδάση) κι απέτυχαν κατά το πλείστον στην αποστολή τους, να οικίσουν αξιοπρεπώς!, αφού οι οικιστές τους έπρεπε «να ζουν επικινδύνως», με την απειλή της φωτιάς. Τα δάση αυτά κάηκαν (ή καίγονται), και μαζί τους οι περιουσίες των οικιστών, λόγω του εύφλεκτου χαρακτήρα τους. Όπου δε η φωτιά δεν «έφτασε», τούτο συνέβη διότι κατά το μάλλον ή ήττον τα δάση αυτά είχαν πάψει να υφίστανται ως φυσικά οικοσυστήματα και να λειτουργούν βάσει των φυσικών μηχανισμών που τα χαρακτήριζαν, λόγω της ισχυρής αραίωσής τους και της επικράτησης της δόμησης ως κυρίαρχο στοιχείο του χώρου ̇ αποτέλεσαν σκόρπια βλάστηση επί των οικοπέδων!
Η επιδίωξη δημιουργίας «υγιεινών, ποιοτικών οικισμών» σε μεσογειακά οικοσυστήματα δεν επιτεύχθηκε, αφού τα δάση αυτά, ως έχοντα προορισμό να καίγονται και ν’ αναγεννώνται (στα πλαίσια της φυσικής οικολογικής τους διαχείρισης), ακολούθησαν ό,τι η φύση τους επέβαλλε. Το αίτιο της φωτιάς (το κάψιμο των κλαδιών στην αυλή του σπιτιού, το μπάρμπεκιου, ο σπινθήρας, το αναμμένο τσιγάρο, ο κεραυνός κ.ά.) ήταν το στοιχείο που περίμενε το ώριμο (πευκο)δάσος για την εκκίνηση του μηχανισμού φυσικής διαχείρισής του, αφού τούτο ξέρει να κάνει: να καίγεται όταν ωριμάσει και κορεσθεί από φυσική ύλη και ν’ αναγεννάται. Η ύπαρξη μετά τούτων οικισμών στα μεσογειακά περιβάλλοντα (κυρίως στα πευκοδάση της χαμηλής ζώνης) δεν είναι θεμιτή, καθότι συνιστά ασυμβίβαστο γεγονός με την οικολογική λειτουργία τους. Είναι πρόδηλο ότι η ύπαρξή τους εμποδίζει τη λειτουργία των φυσικών τούτων οικοσυστημάτων και τα υποβαθμίζει.
Η δόμηση των δασών επιθυμείται στα πλαίσια της υγιεινής, ποιοτικής κατοίκησης.Όμως η δόμηση των μεσογειακών δασών ενέχει την επισφάλεια της ευφλεξιμότητας των δημιουργούμενων περιβάλλοντων, στα οποία ο οικισμός έχει συγκροτηθεί εντός των πυρόφιλων πευκοδασών –πέραν φυσικά και του γεγονότος της ανάσχεσης της φυσικής λειτουργίας των περιβαλλόντων τούτων λόγω της έντονης κατοίκησης του δασικού χώρου.
Ο άνθρωπος εν προκειμένω δε συνεισφέρει με τον τρόπο που λειτουργεί, δεν είναι συμμέτοχος και πονητής στο φυσικό γίγνεσθαι, αποτελώντας μάλιστα παράγοντα αποσταθεροποίησης, υποβάθμισης, αλλά και καταστροφής!.. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν «αφαιρεί» καύσιμα από το δάσος για να τ’ αποφορτίσει (καυσόξυλα, ρητίνη, ξερά και κατακείμενα δένδρα κ.ά.), αλλά αντίθετα το «φορτώνει» μ’ επιπλέον εύφλεκτη ύλη που προκύπτει από τη δραστηριότητά του σε αυτό ως οικιστής (απορρίμματα, ύλες και κατασκευές μ’ επιρρέπεια στη φωτιά κ.ά.) Ο άνθρωπος αυτός, δεν ημπορεί να καταστεί λειτουργός, χορηγός, δημιουργός στον τόπο, δεν το μπορεί διότι είναι αποστασιοποιημένος από τα γύρα του, από τα φυσικά του κόσμου του, καθώς βρίσκεται μακριά από τη λογική διαχείρισης της υπαίθρου, που παλαιότερα εξασφάλιζε την ισορροπία και τη συνέχεια των φυσικών οικοσυστημάτων. Οι οικίες που ανεγείρονται είναι κατά το πλείστον παραθεριστικές ή δεύτερης κατοικίας, και δεν είναι οπωσδήποτε οικίες του έντρυφου στον τόπο ανθρώπου. Είναι κατοικίες του κακού διαχειριστή στον τόπο, ο οποίος λειτουργεί μ’ εκμεταλλευτική λογική, με την πράξη του ακόμα νάναι ενάντια στη δημοκρατία των κοινών, που επιτάσσει την κοινή απόλαυση των φυσικών αγαθών. Και τούτο διότι ιδιοποιείται μέρος της φύσης, νομοτύπως ή παρατύπως, αποστερώντας την μάλιστα από τους συνανθρώπους του, για τη δική του αποκλειστική απόλαυση.
Το τελευταίο παραπάνω στοιχείο είναι σημαντικό αφού συνιστά τον ηθικό κανόνα λειτουργίας της κοινωνίας σε σχέση με τη φύση. Διότι η δέσμευση δασών και δασικών εκτάσεων για οικιστική χρήση, καθιστά την απόλαυσή τους απαγορευτική από τον κάθε Έλληνα πολίτη, έτσι που το φυσικό αγαθό ν’ απολαμβάνεται «κατ’ ιδίαν», από μέρος μόνον «εκλεκτών» της κοινωνίας! Αποκλείεται έτσι ο πολίτης από το δικαίωμα και την υποχρέωσή του να είναι θεωρός, χορηγός και συμμέτοχος στο φυσικό γίγνεσθαι, να είναι πονητής στον τόπο και ν’ απολαμβάνει ανεμπόδιστα, κατά το δημοκρατικό και συνταγματικό δικαίωμά του, τα φυσικά αγαθά. Το Σύνταγμα του 1975 διέβλεψε το συγκεκριμένο πρόβλημα κι απαγόρευσε τη δόμηση των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας, για να λειτουργούν ως φυσικά οικοσυστήματα, τα οποία θ’ απολαμβάνονται χωρίς πρόβλημα −για το λόγο αυτό εξάλλου επιδιώκεται από καιρού εις καιρόν η αναθεώρηση των σχετικών συνταγματικών άρθρων, ώστε να μην υπάρχει η αυστηρή τούτη αντιμετώπιση στην οικιστική χρήση της δασικής γης!
Βέβαια, ο κοινός νομοθέτης, λειτουργών ενάντια στη θέληση του συντακτικού, επιτρέπει με διάφορες διατάξεις τη δόμηση των ελληνικών δασών, με το αιτιολογικό είτε της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος είτε της νομιμοποίησης παράνομων ενεργειών του παρελθόντος, και τούτο αποτελεί μέγιστο πρόβλημα δημοκρατίας. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του νόμου 4280/2014, όπου, μεταξύ των άλλων, επιτρέπει τη δόμηση δασών από οικοδομικούς συνεταιρισμούς (άρθρο 10), όπως και την εγκατάσταση σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων σε ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις (άρθρο 36).

(από το βιβλίο μου «ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ», έκδοση ιδίου, Αθήνα 2020,https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=55012

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.