Ο ρόλος ενός γονέα είναι συχνά απαιτητικός και μοιάζει με ένα δύσβατο μονοπάτι, άλλοτε ενός, άλλοτε δύο ατόμων. Ο ορισμός του “τέλειου γονιού” είναι μακρινός και σίγουρα όχι στα πλαίσια του πραγματικού. Παρόλα αυτά, η επιρροή που ασκείται στο παιδί από μια μητρική ή/και μια πατρική φιγούρα, είναι σε μεγάλο ποσοστό σημαντική για την μετέπειτα ανάπτυξη του παιδιού.
Το επικοινωνιακό κομμάτι, είναι για ένα ανήλικο παιδί το Α και το Ω. Η επικοινωνία της σκέψης, του συναισθήματος ή της δυσαρέσκειας σκόπιμο είναι να γίνεται με όσο περισσότερη προσοχή και κατανόηση. Για να αναζητήσουμε εις βάθος έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο επικοινωνίας, θα ήταν βοηθητικό να δούμε μέσα από τα μάτια, να ακούσουμε μέσα από τα αυτιά και να νιώσουμε μέσα από την καρδιά των ίδιων των παιδιών.
Μερικές τυπικές φράσεις γονέων έχουν υποστεί απεμπλοκή, με σκοπό την λιγότερο επιζήμια για τα παιδιά επικοινωνία τους. Θα ξεκινήσουμε με τις εξής τυπικές φράσεις:
– Πόσες φορές πρέπει να στο πω;!
– Καλά δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω;!
Ακούγοντας αυτές τις φράσεις, ή παρόμοιές τους, το παιδί τις μεταφράζει πιθανά σε: “Είσαι μια απογοήτευση”! ή “Είσαι ανόητο”
Οι γονικές παρουσίες πολλές φορές δεν είναι εύκολο να αφιερώσουν χρόνο στα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να είναι ακόμη και απότομοι, χωρίς αναγκαία να το αντιλαμβάνονται. Το παιδί δεν είναι γεννημένο παντογνώστης, αλλά ούτε είναι πλασμένο έτσι ώστε να τα κατανοεί όλα με βάση τις δικές μας ερμηνείες.
Ένας πιο αποτελεσματικός τρόπος επικοινωνίας αυτών των φράσεων θα μπορούσε να ήταν:
– Μπορείς να το κάνεις! Προσπάθησε ξανά!…
συνοδευόμενο με πράο τόνο φωνής και κατανόηση στην δυσκολία του να το εμπεδώσει. Ακόμη, θα μπορούσε να είναι διαμορφωμένη η φράση στον χρόνο που μπορεί να δωρίσει ο ενήλικας:
– Έλα να το κάνουμε μαζί!
Εδώ χρησιμοποίησα τα θαυμαστικά για να δείξω την σημαντικότητα του να είναι και ο γονέας θετικός στο να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να εμπνεύσει έτσι και το παιδί να ασχοληθεί με όρεξη ή έστω με μια πιο θετική διάθεση.
Μια άλλη κοινότοπη φράση είναι η παρακάτω:
– Κοίτα πόσο καλύτερα το κάνει από σένα…
Συχνά αυτή η φράση ακολουθείται με ένα συγκεκριμένο άτομο ίδιας ηλικίας ή ακόμη και συγγενικά πρόσωπα. Το μόνο που δημιουργείται εδώ πέραν της πιθανής αντιπαράθεσης, είναι ένα αρνητικό συναίσθημα. Το παιδί ακούει: “Είσαι χειρότερο από όλους”
Η σύγκριση γενικότερα γίνεται με σκοπό την βελτίωση του παιδιού με το να ανταγωνιστεί το άτομο που αναφέρεται. Όμως τα παιδικά συναισθήματα, ακατέργαστα ακόμη χτυπάνε κόκκινο και δημιουργούνται έτσι εσωτερικές εντάσεις. Τα χρόνια που ‘δημιουργείται’ ένα ανθρώπινο ον είναι τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ένα από τα βασικότερα κομμάτια στην προσωπικότητα του ατόμου και μάλιστα τέτοιας ηλικίας, είναι το να αισθανθεί αποδοχή.
Ο γονέας μπορεί να εκφράσει την αποδοχή αυτή, όντας αληθινή, με απλές φράσεις, όπως:
“Σ ’αγαπάω έτσι ακριβώς όπως είσαι”
Σαφώς και το παιδί θα κάνει λάθη, ή πράγματα που δεν θέλουμε ή δεν είναι όπως τα περιμέναμε και αυτό είναι φυσιολογικό. Όπως εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε ‘τέλεια όντα’, δεν μπορούμε να περιμένουμε να ανταπεξέλθουν σε κάτι τέτοιο τα παιδιά μας. Με τον καιρό, θα επικοινωνήσουμε κάποια σημεία που δεν είναι αποδεκτά, αλλά πάντα με κατανοητικό τρόπο. Ας μην ξεχνάμε ότι το παιδί είναι η αντανάκλαση του εαυτού μας για τα πρώτα χρόνια της ζωής του -τουλάχιστον-.
Μια σειρά φράσεων που θα σχολιάσουμε σε αυτό το άρθρο είναι η εξής:
– Βιάσου! ή Κουνήσου! ή Τελείωνε! ή Κάτσε ακούνητος/η! ή Απάντησε μου! ή Κάνε ησυχία!
Οι γοργοί ρυθμοί ζωής, σε συνδυασμό με την ανάγκη του γονέα να ασχοληθεί και με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις, έχουν δημιουργήσει μια σειρά γνωστών φράσεων που ακούγονται συχνά προς παιδιά. Μιλώντας με βάση την λογική, το παιδί δε μπορεί να είναι κατανοητικό σε όλα αυτά που κάνουμε ή λέμε και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν είναι στην θέση των γονέων.
Η κατανόηση και η αποδοχή, όπως προαναφέρθηκε, είναι υπόθεση των ενηλίκων. Το παιδί ακούγοντας κάτι από αυτά είναι πιο πιθανό να ακούσει:
“Δεν είσαι σημαντικός”
“Πρέπει να ξεχάσεις τις ανάγκες σου, για χάρη των δικών μου”
παρά να σκεφτεί, για παράδειγμα, ότι ‘πράγματι έχουμε αργήσει και η μητέρα μού μίλησε απότομα γιατί μπορεί να μην προλάβουμε να είμαστε στην ώρα μας.’ Με αυτόν τον τρόπο καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι μια άλλη μορφή έκφρασης θα ήταν πιο βοηθητική εδώ. Όπως:
“Έχουμε ακόμη άλλα 5 λεπτά, προλαβαίνεις να τελειώσεις αυτό που κάνεις;” ή “Πόσο χρόνο χρειάζεσαι ακόμη για να τελειώσεις αυτό που κάνεις”;
Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει η ενημέρωση και ταυτόχρονα η δυνατότητα επιλογής του πόσο χρόνο μπορεί να αφιερώσει στην κάθε ασχολία του μέχρι να την ολοκληρώσει. Στην δεύτερη περίπτωση, συμβαίνει με έναν διπλωματικό τρόπο μια διαχείριση αναγκών. Ο γονέας επιλέγει πάντα τον χρόνο, δίνοντας στο παιδί την εντύπωση συγκατάθεσης. Αυτό μετέπειτα μπορεί να λειτουργήσει βοηθητικά στην ενηλικίωση, με το παιδί να καταλαβαίνει πλέον την δυνατότητα επιλογής και διαχείρισης καταμερισμού του χρόνου.
Αυτά ήταν παραδείγματα και όχι οι εκφράσεις κατά λέξη. Το παιδί τόσο στη σκέψη, όσο και συμπεριφορικά αναπτύσσει μια εικόνα για τον εαυτό του. Αν η εικόνα αυτή προβάλλεται από τον γονιό με τους παραπάνω μη ενδεικνυόμενους τρόπους, είναι επόμενο να νιώσει κατώτερο, ότι δεν έχει αξία ή ότι δεν χρειάζεται να εκφράζεται όπως θα ήθελε γιατί είναι λάθος.
Τα κοινωνικά στερεότυπα και οι ίδιες οι πεποιθήσεις των γονέων συχνά γίνονται έναυσμα για μια κακή επικοινωνία προς το παιδί, το οποίο μόλις εισέρχεται στον κόσμο των ενηλίκων. Καλό θα ήταν λοιπόν, τόσο οι πράξεις, όσο και τα λεγόμενά μας να εκφράζονται με πολύ προσοχή και κατανόηση προς τα πιο ευαίσθητα μέλη της κοινωνίας μας.
https://www.psychology.gr/
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.