«Μια φορά…» η ιστορία, και «Μια φορά κι έναν καιρό…» ο μύθος.
Δυο αδέρφια που δεν ξέρουμε ποιο γεννήθηκε πρώτο και ποιο δεύτερο.
Το καλό είναι ότι δεν έχουν μαλώσει ποτέ για τα πρωτοτόκια.
Όπως και να είναι, η ιστορία πάντως είναι η Καινή Διαθήκη του Έθνους μας και η Μυθολογία η Παλαιά Διαθήκη του Φυλής μας.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα παραμύθια του δασκάλου μου στο σχολείο, όπως και αυτά που ρούφαγα από το στόμα του παππού μου γύρω από το τζάκι τις κρύες νύχτες του χειμώνα «μπρος πύρα και πίσω κλαδευτήρα» (η γιαγιά δίπλα με τη ρόκα έγνεθε το μαλλί στη ρόκα και έστριβε το αδράχτι)που όταν τελείωνε το ένα, έλεγα στον παππού «κι άλλο κι άλλο!» μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος στο σκαμνί και έπεφτα στην αγκαλιά της μάνας σαν άφηνε τις κάλτσες που έραβε στο ξύλινο αυγό.
Ήταν η εποχή που τα παιδιά μεγαλώναμε στο δρόμο με μια φέτα ξερό ψωμί στο χέρι, στην καλύτερη με τυρί και αν είμαστε τυχερά με ζάχαρη, που όταν είχε το ένα έδινε σε όλα, γιατί «δεν έκανε» τα άλλα παιδιά να κοιτάνε.
Και όταν δεν είχαμε τι να φάμε, τότε για να ξεχνάμε την πείνα μας χορταίναμε παιχνίδι.
Μεγαλώναμε σαν τα κοτόπουλα «ελεύθερης βοσκής», αδύνατα, σκληρά και σαν τους πιθήκους στα δέντρα δεν αφήναμε φρούτο να ωριμάσει.
Από τα παραμύθια του παππού μου, μου άρεσε περισσότερο το παραμύθι με τη βοσκοπούλα.
Θυμάμαι, ήτανε χειμώνας, έξω έβρεχε και φύσαγε, η Σοχά (χείμαρρος) είχε κατεβάσει και βούιζε δαιμονισμένη. Γύρω από το τζάκι η οικογένεια, ο καθένας το καρεκλάκι του κ’ εγώ στο σκαμνάκι, που μου είχε φτιάξει ο παππούς μου με τα ίδια του τα χέρια. Έπιαναν τα χέρια του και ό,τι έπιανε γινότανε χρυσάφι.
– Παππού! τι παραμύθι θα μου πεις απόψε;
– Απόψε, Βασιλάκη μου, θα σου πω ένα παραμύθι από την ιστορία του χωριού μας.
– Α! ωραία! και παραμύθι και ιστορία, για λέγε, για λέγε…
– Μια φορά κι έναν καιρό, πιο κάτου από το Βλησίδι,
– Εκεί που είναι ο τάφος;
– Ναι, εκεί.
– Και γιατί το λέμε Βλησίδι παππού;
– Το λέμε, γιατί εκεί κείνα τα χρόνια υπήρχε πλούτος πολύς και χρυσάφι, που κάποιο από αυτό σήμερα είναι στα μουσεία.
Εκεί, λοιπόν, πιο κάτου στη Χούνη, που έβοσκε τα πρόβατά της μια τσοπανοπούλα, παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά της ένας Αράπης.
– Μαύρος;
– Κατάμαυρος…
– Και δε φοβήθηκε;
– Αν φοβήθηκε λέει.., τα μάτια του ήτανε σαν αυγά μάτια και τα δόντια του κάτασπρα σαν το χιόνι. Τρόμαξε η τσοπανοπούλα, έβαλε τις φωνές, τα πόδια στο κεφάλι και όπου φύγει-φύγει. Ο Αράπης όμως την έφτασε, την έπιασε από το μπράτσο, της είπε να μη φοβάται, ότι δεν είναι κακός άνθρωπος, μα ούτε κανένα φάντασμα. Άνθρωπος είμαι κι εγώ σαν και σένα, της είπε.
– Μιλούσε ελληνικά ο Αράπης παππού;
– Ναι, Βασιλάκη μου. Ξέχασα να σου πω πως ήτανε δούλος πολλά χρόνια στο παλάτι του βασιλιά και τα είχε μάθει φαρσί.
– Ήταν καθαρός παππού, ή βρώμικος; Γιατί έχω ακούσει τη γιαγιά που λέει, «Τον Αράπη κι αν λευκαίνεις το σαπούνι σου χαλάς..»
– Αυτό, Βασιλάκι μου, είναι παροιμία που θέλει να πει ο λαός ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ό,τι και να κάνουμε. Άλλη ώρα θα σου πω κι άλλες πολλές παροιμίες.
– Ωραία. Στο παραμύθι τώρα ν’ ακούσω τι είπε ο Αράπης στη τσοπανοπούλα.
– Έλα μαζί μου και μη φοβάσαι. Μη φοβάσαι, δε θα σε φάω.
Έτρεμε το φυλλοκάρδι της, τρέμανε τα πόδια της, αλλά δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.
Η τσοπανοπούλα άρχισε να παίρνει θάρρος και να ξαναπαίρνει το ροδοκόκκινο χρώμα της, που το είχε χάσει από το φόβο της. Τη φωνή της όμως δεν την είχε βρει ακόμα.
– Τα πρόβατα, παππού, τι έγιναν, δε φοβηθήκανε;
– Αν φοβηθήκανε.., λέει, σαν να είδανε λύκο μπροστά τους, άλλα δώθε κι άλλα κείθε, μπουχός γινήκανε από τις φωνές που έβαλε η τσοπανοπούλα.
Την παίρνει, λοιπόν, από το χέρι ο Αράπης και την πάει στον τάφο.
– Για να τη θάψει;
– Όχι, Βασιλάκη μου, ξέχασες που της υποσχέθηκε ότι δε θα της κάνει κακό;
– Είμαι περίεργος να δω τι καλό θα της έκανε, ρε παππού, στον τάφο…
– Μπήκανε στον τάφο, άνοιξε μια μεγάλη κρυφή πόρτα και κατεβήκανε μια μαρμάρινη σκάλα. Συνεχίσανε να κατεβαίνουνε τη σκάλα, ώσπου μπήκανε σε μια τεράστια σάλα, γιομάτη από χίλιων λογιών χρυσά πράματα. Είχε ό,τι φανταστεί το μυαλουδάκι σου. Η τσοπανοπούλα έμεινε με το στόμα ανοιχτό!
– Να ’χαμε κ’ εμείς μια τέτοια σάλα παππού…
– Ο πλούτος, Βασιλάκη μου, δε φέρνει πάντοτε χαρά κ’ ευτυχία.
– Και τι ήτανε αυτή η σάλα παππού; Μήπως ήτανε το παλάτι του Μενέλαου και της Ωραίας Ελένης;
– Έτσι έδειχνε, Βασιλάκη μου..
– Και είδε η τσοπανοπούλα το Μενέλαο και την Ωραία Ελένη;
– Όχι, δεν τους είδε γιατί λείπανε. Ο Μενέλαος, φαίνεται, είχε πάει στην Τροία για την Ωραία Ελένη, που την είχε κλέψει ο Πάρις.
– Κρίμα…
– Κρίμα, δε λες τίποτα. Αφού γυρίσανε ούλο το χώρο και χάζεψε η τσοπανοπούλα με αυτά που έβλεπε, της λέει ο Αράπης: Από ούλα αυτά που βλέπεις κοπέλα μου, θα πάρεις μόνο ένα. Όποιο εσύ θέλεις, αλλά με έναν όρο: Δε θα πεις σε κανένανε πού το βρήκες και ποιος σου το έδωκε, γιατί άμα το πεις αμέσως θα πεθάνεις. Σύμφωνοι;
– Τι του είπε παππού;
– Δεν του απάντησε, μόνο έγνεψε το κεφάλι της προς τα κάτου, ότι συμφωνούσε με αυτά που της είπε.
– Κορόιδο ήτανε;
– Μη βιάζεσαι, Βασιλάκη μου.. Ξέχασες τι της είχε πει;
– Αχ! ναι..
– Αν ήσουν εσύ, Βασιλάκη μου και έπαιρνες κάτι, τι θα διάλεγες;
– Ένα ολόχρυσο παιχνίδι!
– Ε, αυτή, λοιπόν, πήρε ένα χαρανί!
– Χαρανί;
– Ναι! ένα καζάνι ή λεβέτι, που το λέμε κι αλλιώς.
– Και τι το ’θελε το χαρανί, ρε παππού; να πλένει τα ρούχα;
– Όχι! Πήρε το χαρανί για να βράζει το γάλα και να το κάνει τυρί. Έχεις δει πώς πήζουνε το τυρί;
– Ναι αμέ, βλέπω τη γιαγιά πώς πήζει το γάλα από τις γίδες και πώς βγάζει μετά και τη μυτζήθρα. Να ’χαμε τώρα λίγη με ζάχαρη… Και τι έγινε ύστερα παππού;
– Πήρε η τσοπανοπούλα το χαρανί στον ώμο της και άρχισαν να ανεβαίνουνε τις σκάλες. Σαν βγήκανε στο φως και πριν χωρίσουνε, της είπε ξανά ο Αράπης:
Μην ξεχάσεις αυτό που σου είπα.
Του το υποσχέθηκε η τσοπανοπούλα, τον ευχαρίστησε για το δώρο που της έκανε και ο καθένας πήρε το δρόμο του.
– Τα πρόβατα, παππού;
– Είχανε απομακρυνθεί, αλλά τα βρήκε.
– Θα άκουσε τα τροκάνια τους…
– Σαν τα μάζωξε και τα βάρεσε για το μαντρί, τη βλέπει η μάνα της με το χαρανί που έλαμπε και τη ρωτάει: Πού το βρήκες, ρε κορίτσι μου, φτούνο το πράμα; σου το ’δωκε κανείς ή μπας και το ’κλεψες;
Το κορίτσι έβαλε το κεφάλι κάτου και δεν έβγαζε μιλιά.
– Ή πες μου, ή θα το πας πίσω από κει που το πήρες! Κλέφτρα στο κονάκι μου εγώ δε θέλω! Άσε που αν το δει ο πατέρας σου θα γενεί τούρκος και θα σε σφάξει στο γόνατο!
Και να, κατά φωνή, ξαγναντάει ο πατέρας της. Τα ίδια κι αυτός, πού το βρήκες, ποιος σου το ’δωκε, πάγαινέ το πίσω, ή φύγε! Πάρε δρόμο και να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου!
Τότε το κορίτσι, τους λέει ότι αυτός που της ’δωκε, της είπε να μην το πει σε κανένανε, γιατί άμα το πει, θα πεθάνει.
Πατέρας και μάνα με μια φωνή: Ψέματα! ή μας λες πού το βρήκες, ή φεύγεις!
Και σηκώνει τη γκλίτσα ο πατέρας της…
– Μη γέρο! θα μας το πει! μη το βαράς το τσουπί!
– Θα σας το πω, αλλά όπως σας είπα, θα πεθάνω…
– Δε σε πιστεύουμε!
Τους λέει την ιστορία και τελειώνοντάς την, πέφτει αμέσως μπροστά τους νεκρή…
Κλαυθμός και οδυρμός..! Ήτανε όμως αργά…
Σκούπισα τα δάκρυα από τα μάτια μου, έπεσα στην αγκαλιά του παππού και ήρθε στη σκέψη μου αυτό που μου είχε πει νωρίτερα, ότι ο χρυσός δε φέρνει πάντοτε χαρά και ευτυχία, αλλά όπως τώρα δυστυχία…
Μετά από ένα λεπτό σιωπής, λέτε και ήτανε στη μνήμη της τσοπανοπούλας, ρωτάω τον παππού:
– Το χαρανί παππού τι απόγινε;
– Κανένας δεν ξέρει, Βασιλάκη μου..
– Και γιατί δε σκάβουνε να το βρούνε όπως βρήκανε και τα χρυσά κύπελλα;
– Αυτά τα βρήκανε γιατί σκάψανε σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, που ξέρανε ότι είναι τάφος.
– Εγώ πάντως όταν μεγαλώσω, θα πάω να σκάψω και θα το βρω. Να μου το θυμάσαι.
-Και, πού σκοπεύεις να σκάψεις, Βασιλάκη μου;
– Στον Παλιόπυργα. Για να τον λέμε έτσι, μάλλον εκεί θα ήτανε το παλάτι του Μενέλαου και της Ωραίας Ελένης. Κι αφού η τσοπανοπούλα είπε στους γονείς της ποιος της το ’δωκε, σίγουρα το πήγανε πίσω.
– Εσύ, Βασιλάκη, όταν μεγαλώσεις πρέπει να πας να γίνεις αρχαιολόγος.
Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσα και ήθελα πολύ να γίνω αρχαιολόγος. Όμως στη ζωή δε γίνεται πάντοτε αυτό που θέλουμε. Το παραμύθι όμως δεν το ξέχασα, έψαξα βρήκα ένα χαρανί, το γυάλισα απ’ έξω που φαίνεται σαν χρυσό, το γάνωσα από μέσα που φαίνεται σαν αργυρό, έβαλα ένα κρύσταλλο επάνω που μοιάζει με διαμάντι, και το έχω στο σαλόνι και το καμαρώνω καλύτερα και από χρυσό.
Ακριβό είναι αυτό που του δίνουμε εμείς οι άνθρωποι αξία

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.