Γεννήθηκε, το 1959 στις 11 του Ιούνη, στου Στροκάλου την κορφή, απάνου σ άχιουρα με πέτρινο μαξιλάρι. Τσοπάνηδες ο μπάρμπα-Βασίλης και η θεια-Βασιλού (Γιαννούλα), ανέβαιναν τα καλοκαίρια στο κορφάδι για βοσκή, εκεί, όπου η αύρα της θάλασσας δρόσιζε τον τόπο.

Α που ήξερε η θεια- Βασιλού, ότι θα γένναγε σαν την Παναγία, στην καλύβα, δίπλα στα γίδια της και με μαιευτήρα τον άντρα της!Εκεί λοιπόν, γεννήθηκε ο Πιέρρος ο Μαυροειδόγγονας, γέννημα θρέμα της πέτρας, του ασπαλαθρού και της μηλόσπακας, όπου του ‘μελε και να ζήσει, κάνοντας την δουλειά του πετρομάστορα.

Δυο παιδιά και δυο κορίτσια, απόκτησαν, με τη βοήθεια του Θεού, απάνου στην πετροδιάσπαρτη μανιάτικη γη . Αγώνας για να τα μεγαλώσουν, με τα γίδια και τα μεροδούλια, που έκαναν ο μπάρμπα-Βασίλης και η κυρά Γιαννούλα που κράτησαν χρόνια, μέχρι να τακτοποιηθούν όλα τους και να έχουν το δικό τους καρβέλι.

Δεν κατάφεραν να τα σπουδάσουν, σε πανεπιστήμια και με πτυχία. Κατάφεραν όμως, να τα κρατήσουν κοντά τους και να τα μορφώσουν σύμφωνα με τους μανιάτικους νόμους, ήθη και έθιμα. Τα κορίτσια παντρεύτηκαν, (χασάπη η μια οικιακά η άλλη),τακτοποιήθηκαν.

Τα αγόρια δούλεψαν τη γη του πατέρα τους, του παππού τους, τη γη που λίγο πολύ όλοι οι μανιάτες, κληρονόμησαν από τους προσπαππούδες τους, που την κράτησαν λεύτερη από τούρκικο ποδάρι.

Ο Νικόλας, μελισσοκόμος, με αρωματικά μέλια και γύρη, ζει ακόμα και τώρα με την φαμελιά του στην Φανερωμένη, κοντά στην μάνα του και αυτός, για να της κρατάει συντροφιά.

Ο Πλιέρρος, πελεκά την πέτρα και έχει πλέον εξελιχθεί, σε άριστο πετρομάστορα. Κάθισα με τις ώρες και χάζευα το πελέκημά του. Ένας άχαρος όγκος πέτρας, σε λίγη ώρα, είχε γίνει ένα καλοζυγισμένο αγκωνάρι. Κατώφλια, ανώφλια, αγγουνάρια, παράγγουνα, σάγγουνα, κεφαλόσκαλα, πλατύσκαλα, όλα έτοιμα, για την επόμενη δουλειά, που έχει να τελειώσει.

Πιέρρο μου δεν έμαθες γράμματα στο σχολείο

Την άλφα-βήτα έμαθες στης πέτρας το βιβλίο

Θρησκευτικά δεν διάβασες μήτε και ιστορία

Σε ρώταγαν για Όμηρο κι έλεγες γεωμετρία

Με το σφυρί και το σμυλί πελέκας αγγουνάρια

Κατώφλια ανώφλια σάγγουνα σπιτιών μαργαριτάρια

Κι έμαθες και τα ζύγιαζες με τρόπο πια δικό σου

Κι ήθελες σε σέ να αρέσουνε μετά στο διπλανό σου

Τον κυνήγα με τις πέτρες (αφηγείται η θεια-Βασιλού)ο Βασίλης μου για να πάει στο σκολειό του, μα τούτος του λεγε, μην παίρνεις από κείνες λό, τισε θέλου,και έσκαγε στα γέλια ο Βασίλης μου. Τισε μάζευε τισε πελέκαε και έφτιαχνε τα πυργάκια του.

Τούτα μάνα θα μου δώσουσι να φάω μου λεγε, φαίνεται είχε το σκοπό του.

Θα ητου δεκατρία που παράτησε το σκολείο κι αφού διάει στο βουνό να ιδεί τα ζα ήρθε και μου ‘ιπε

Μάνα εγώ θα σε βοηθού και θα σε προσέχου κι ότα μπορού θα φτειάχνου και τις μάντρες για τα ζά μας

Παιδάκι μου με σκότωσες, του είπακα, τι έκαμες; να σηκωθείς να πας στο σκολειό σου να γένεις άνθρωπος, να βοηθήσεις και τις κοπέλες μας αφού δεν πήγανε αυτές με την αρρώστια του πατέρα σου. Σαράντα χρόνια παλεύω σε τούτη τη σπηλιά, από μικρό παιδί, μεγάλωσα και εδώ είμαι ακόμα, θα παλέψω άλλα τόσα να σε κάνου άνθρωπο, αλλά αυτός τίποτα, εκεί το βιολί του.

Αργότερα παντρεύτηνα οι κοπέλες, διάηνα στα σπίτια τους κι είχα το Μπλιέρρο μου με σηκωμένα τα μανίκια να με βοηθάει στις δουλειές, και τα απογιόματα να πελεκά κοτρώνες.

Σφουγγάρισμα μαγείρεμα άρμεγμα κι ότι άλλο είχαμε, κι άμα έβρισκε και μεροδούλι έτρεχε και κει. Να φανταστείς κορώνα μου (έτσι με αποκαλούσε αρκετές φορές) ότα πήρε τα πρώτα του λεφτά μου τα είφερε να μου τα δώκει, και του είπακα, κράτα τα κορώνα μου να περνάς εσύ καλά. Εκείνος δίνει μια τα σφεντονάει στην καμάρα και γίνετ’ άρατος.

Χάθει όλη τη μέρα και τόνε βρίσκου κοντά ώρα-πρωί και κιουμάτου κατάχαμα δίπλα στις πέτρες που είχε πελεκίσει.

Το χειμώνα λιοτρίβια, ελιές και μεροδούλεια όπου έβρισκε και το καλοκαίρι στο κορφάδι με τα γίδια και να μαλώνει με τις πέτρες. Μια μέρα διάηκα (πήγα) να του πάω φαί, και τονε βρήκα να ΄χει ανοίξει μια σπηλιά.

-Τι κάνεις ‘φτού κορωνίτσα μου; τον ρώτησα.

Μάνα εδώ θα βάζουμε τα τυριά και τις μυτζήθρες, μ’ αποκρίθει, έχει δροσιά δω μέσα, είναι καλά.

Χαρά στο κουράγιο σου παιδάκι μου, α που βρήκες τόση δύναμη;

Τα χρόνια περνούσαν, τα χέρια ρόζιαζαν, τα παπούτσια έλιωναν στα κακοτράχαλα μονοπάτια του Σαγγιά. Εκείνο που δεν άλλαξαν ποτέ ήταν η ψυχή του, η αγάπη του για την πέτρα, μα ότι κι αν έκανε έπρεπε το βράδυ να πελεκίσει πέτρες για το καινούργιο του πυργάκι.

Ήτανε πάθος για μάθηση, ήτανε αγάπη για την γη του; δεν ξέρω τι ήτανε, μα αυτός είχε το σκοπό του. Ήθελε μια δουλειά να βγάλει το ψωμί του.

Μεγάλωνε και τα ροζιασμένα χέρια του πονάγανε μα αυτός δεν το έβαζε κάτω. Αφού μια φορά κοπάνισε το χέρι του και δεν ήθελε να το δέσει γιατί δεν θα μπόραγε να κρατήσει το σφυρί (αφηγείται η θεια Βασιλού) τόσο κακοκέφαλος ήτουνα.

Απόντα γύρισε από το στρατό (06-86)ήρθε στο βουνό όπου ήμουνα με τα παιδιά,κι άκουγα τα βήματά του να κοντεύουνε , και κατάλαβα ότι ήταν το παλικάρι μου ο λεβέντης μου. Εγώ η κακούργα αντί να τον καλοσωρίσω, του είπακα απότομα, άντε βρέ κι έπεσε η απάνου μάντρα πότε θα την φτιάξεις; εκείνος με αγκάλιασε με φίλησε και μου είπε, έννοια σου μάνα τέλειωσα τώρα το στρατό και θα ‘μαι κοντά σου τώρα να σε βοηθού, και θα μείνω δω να δουλέψω με την πέτρα.

-Κάμε ότι θέλεις, του είπακα δεν άκουσες ποτέ σου! θα ακούσεις τώρα;

Έτσι λοιπόν βρίσκουμε τον Πιέρρο στη σημερινή εποχή οικογενειάρχη με τέσσερις κοπέλες και πετρομάστορα τόσο στην Μάνη όσο και σε άλλα μέρη της Πελοποννήσου.

Μόλις μπήκε στην πόρτα και με χαιρέτησε κατάλαβα από τα ροζιασμένα χέρια του τι πάει να πει πετρομάστορας. Αφού κάτσαμε και ήπιαμε το πρώτο τσίπουρο τον ρώτησα για κάποιες λέξεις πού ‘χα ακούσει και δεν ήξερα τι ήταν.

Ανώφλι, το πέτρινο δοκάρι που μπαίνει μέσα-έξω πάνω από τις πόρτες, κατώφλι το κάτω ξεκίνημα της εξώπορτας, κάμαρα, το σύνολο της πελεκημένης πέτρας που κάνει το μισοφέγγαρο, αγγουνάρια, οι πέτρες που ορίζουν τις εξωτερικές ορθές γωνίες του σπιτιού, σάγγουνα, οι εσωτερικές γωνίες του σπιτιού, παράγγουνα, οι πέτρες που μπαίνουν δίπλα στο αγγουνάρι για να κάτσει το άλλο από πάνω. Συνεχίζοντας έτσι την κουβέντα και πίνοντας τα τσιπουράκια μας δίπλα στο αναμμένο τζάκι πέρασε αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή μου λέει πάμε να δεις και μερικές δουλειές εδώ γύρω.

Πρώτα -πρώτα με πήγε στην εκκλησία που κάνει κάθε πρωί το σταυρό του, στην νεόκτιστη εκκλησιά του Κοσμά του Αιτωλού στην Τριανταφυλλιά. Με ωραία θέα προς το Τηγάνι, το Κάβο-Γκρόσο και προς την μέσα- Μάνη καμαρώνει την ομορφιά του χτισίματός της και περιμένει τους προσκυνητές της. Φεύγοντας πάμε στην Καφιώνα να δούμε τον ιερό ναό του Αγίου Βασιλείου όπου με την αξιοθαύμαστη τέχνη του τον έχει αναπαλαιώσει. Θέλαμε να πάμε και στον Μέζαπο να δούμε και τον Αι- Γιώργη όπου και εκεί έχει εφαρμόσει την τέχνη της αναπαλαίωσης, αλλά δεν μας έπαιρνε η ώρα καθώς ήταν περασμένη. Μου μίλησε για την αναπαλαίωση που έχει κάνει στον Μυστρά στο σπίτι του γνωστού ζωγράφου Μυταρά Δημήτρη, για τον πύργο του γνωστού δικηγόρου Μιχαλόλια Παναγιώτη στον Κότρωνα και για τα τουριστικά καταλύματα του Θέμη Καλαποθαράκου στον δρόμο από Αρεόπολη για Νέο Οίτυλο. Επίσης μου είπε για τα δυό σπίτια που έχει κατασκευάσει στα Χανάκια του νομού Ηλείας, αλλά και για πολλές άλλες κατασκευές που έχει κάνει στον Ταύγετο και στον Πάρνωνα, παραδοσιακές κατασκευές αφού εκεί ταιριάζουν περισσότερο αυτές οι κατασκευές.

Μαζί με την κουβέντα που είχα με την θειά-Βασιλού και με τον Πιέρρο πέρασε μια όμορφη μέρα στην μανιάτικη γη, που όχι μόνο μου άρεσε, αλλά εμπλούτισα και τις γνώσεις μου σχετικά με το χτίσιμο της πέτρας. Βέβαια δεν νομίζω ότι θα μπορέσω ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο αφού θέλει αρκετή τέχνη και μαστοριά για να σηκώσεις σε τέτοιο ύψος ολόκληρα ντουβάρια. Όταν θα τον χρειαστώ βέβαια θα τον βρώ όπως μου είπε στο 6974036567 η στο 2733052438.Αν τα καταφέρω κάποτε να φτειάξω δικό μου σπίτι!!

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.