Το λάδι δεν ήταν για μας ένα προϊόν, όπως όλα τ’ άλλα.
Ήταν η ζωή μας. Με λάδι
ψωνίζαμε από το παντοπωλείο και με λάδι πληρώναμε τις υπηρεσίες του τσαγκάρη, του ράφτη ακόμη και του παπά. Βασική τροφή μας αλλά και σπουδαίο γιατρικό στον πόνο του αυτιού, της κοιλιάς, των αρθρώσεων. Έτσι η μέρα που θα βγάζαμε1 τις ελιές1 ήταν εξόχως σημαντική.
Απ’ την ελιά παίρναμε και το λιοκόκκι, που ήταν η καλύτερη τροφή για τα χοιρινά. Τη κύρια οικιακή κτηνοτροφία μας.
Τα λιτριβεία2 δεν είχαν και πολύ μεγάλες διαφορές από τ’ αντίστοιχα των ομηρικών χρόνων. Βελτίωση αποτελούσε, ίσως μόνο, η μεταλλική πρέσα με την οποία συμπιεζόταν ο πολτός των ελιών, το χαμούρι.
Τα λιθάρια, που συνέθλιβαν τον ελαιόκαρπο και τον μετέτρεπαν σε πολτό, τα γύριζε κάποιο ζώο. Συνήθως μουλάρι. Από κει ο πολτός έμπαινε μέσα σε τρίχινες σακούλες, τις γνωστές τσαντίλες, οι οποίες ετοποθετούντο η μία πάνω στην άλλη στη μεταλλική πρέσα, που εφαπτόταν με την κασέλα στην οποία χυνόταν το λάδι. Η κασέλα συνήθως ήταν από ξύλο, αλλά υπήρχαν και κασέλες από λαμαρίνα και σπανιότερα από πέτρα.
Σε κάποιο σημείο του λιτριβείου έκαιγε διαρκώς η φωτιά για να υπάρχει πάντα βραστό νερό, που το έριχναν πάνω στην πρέσα με τις τσαντίλες. Το νερό αυτό, που κατά κάποιο τρόπο βοηθούσε στην εξαγωγή όλου του λαδιού, όταν περνούσε από την κασέλα παίρνοντας ένα σκούρο χρώμα, το έλεγαν κατσίγαρο.
Ο κατσίγαρος, από μια τρύπα στη βάση της κασέλας, διοχετευόταν έξω από το λιτριβείο σ’ ένα πολύ μικρό πηγαδάκι, το λυμπί3. Μερικές φορές μερικοί «πονηροί» καραβοκύρηδες, σε συνεργασία με τους ιδιοκτήτες των λιτριβείων, άνοιγαν και πιο ψηλά στην κασέλα τρύπα και έτσι εκτός από τον κατσίγαρο διοχέτευαν «εκτός» και λαδάκι.
Καραβοκύρη έλεγαν τον προϊστάμενο των λιτριβάρηδων. Αυτός κανόνιζε τη σειρά με την οποία θα έβγαζε καθένας τις ελιές του. Επίσης, με μια νεροκολοκύθα που είχε μετατραπεί σε κανάτα, έβαζε το λάδι από την κασέλα στις λαδούσες και τα τουλούμια παρακρατώντας συγχρόνως το ποσοστό του λιτριβείου.
Οι λιτριβάρηδες μετέφεραν με ζώα τις ελιές στο λιτριβείο και από εκεί το λάδι και τα λιοκόκκια στα σπίτια. Η ειδοποίηση του πελάτη γινόταν μ’ ένα μεγάλο χωνί, που το χρησιμοποιούσαν ως ντουντούκα.
Αυτός, που έβγαζε τις ελιές του, έφερνε φαγητό για τον καραβοκύρη και τους λιτριβάρηδες. Τις πιο πολλές φορές μπακαλιάρο με μακαρόνια γιαχνί ή με ρύζι ή και μόνο του τηγανιτό. Και πάντα κρασί. Η καινούργια σοδειά του λαδιού έπρεπε να γιορτασθεί δεόντως.
Εμείς, παιδιά τότε, ψήναμε στη φωτιά μεγάλες φέτες ψωμί και τις δίναμε στον καραβοκύρη για να τις βαφτίσει στο λάδι.
Οι παραπάνω γραμμές γράφτηκαν για ν’ αναπολήσουν οι παλιοί και να γνωρίσουν οι νέοι λίγα ψήγματα από την ζωή των πατεράδων τους.
Παραπομπές
1. Βγάζω τις ελιές σήμαινε τις ελαιοποιώ, τις κάνω λάδι.
2. Λιτριβείο: το ελαιοτριβείο, το λιοτρίβι.
3. Λυμπί: από το λούμπα= λακκούβα, γούβα.
Πηγή: mani.org.gr
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.