Ένα παιδί ξυπόλητο στην άκρη της πλατείας,
Ρούχα σκισμένα, τα φορά, θυμίζει αλητεία.
Περνάνε δίπλα χωριανοί και το λοξοκοιτάνε
Θωρώντας τους, τους ντρέπεται, τα ρούχα που φοράνε
Βαστάει το τετράδιο, που κάποιος του ΄χει δώσει
Κινεί να πάει στο σχολειό για ν αποκτήσει γνώση
Δεν έχει σάκα του σχολειού, κρυώνει και πεινάει,
Μπαμπά δεν έχει που να πεί, τ’ άλλα παιδιά κοιτάει.
Η μάνα του δεν είναι εκεί σφιχτά να τα’ αγκαλιάσει,
Έφυγε, θα μαζευτεί, στ’ απόβραδου τη χάση.
Περάσαν χρόνια κάμποσα, στην άκρη της πλατείας,
Στέκεται ένας κύριος μαζί με μια κυρία,
Τρία παιδάκια τους σιμά κι αυτά καλοντυμένα,
Κρατούν λουλούδια, αγκαλιά, κοιτούν απορημένα.
Βλέπουν ν’ ρχεται ο παπάς κρατώντας πετραχείλι,
-Πάμε, τους λέει, σκυθρωπά, τρεμουλιαστά τα χείλη
Φτάνουν σε μνήμα βρώμικο, χωρίς λιβανιστήρι,
Χωρίς σταυρό και όνομα, λιβάνι και καντήλι.
Μάνα, ψελλίζει ο νιός,ήρθα, στερνά να σ΄ αγκαλιάσω,
Δεν πρόλαβα να σε χαρώ και να σε ξεκουράσω.
Σε μέρη πήγα μακρινά, μ’ έστειλες να σπουδάσω,
Το φυλαχτό σου έφερα, που μου ‘χες μην σκοντάψω.
2020-09-28
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.