Ξερό δεντρί, φωτιάς απομεινάρι,
Στέκει μονάχο, μαυρισμένο, ψηλά εις το βουνό.
Ήταν κάποτε, όμορφο, της γης μαργαριτάρι
Μα περιμένει, ξαπλωμένο, κάποιος να το πάρει,
Στη μοναξιά, στη λύπη, δεν θέλει νάναι μοναχό.
Του κλέψαν’, της ζωής, την όμορφη τη νιότη
Του πήραν, ξαφνικά, την χαρά της ομορφιάς
Δεν πρόλαβε, μέσ’, στην χρονιά την πρώτη,
Να σκιάσει, να δροσίσει, να ξαποστάσει ο ζευγάς,
Κατάκοπος, να πιει, απ το νερό της ξεγνοιασιάς.
Σε μια στιγμή, φωτιά, εμαύρις’ η ψυχή του,
Κι αμέσως, πέσαν, εσταχτώσαν τα κλαδιά,
Σαν αστραπή, του κλέψανε, του πήραν τη ζωή του,
Χέρι ανθρώπου, αμαρτωλού, ανάβει τη φωτιά,
Ανθρώποι, κλαίνε, δάση, ζώα και πουλιά!

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.