Φύση είναι η δημιουργία που εξυψώνει, που μορφώνει κι εξασκεί, που σε κάμνει να αισθάνεσαι και να (συλ)λειτουργείς. Με τα κοινά, με τα γύρα (επι)κοινωνείς κι όμορφα πάγεις ̇ γιατί είναι μεγάλο πράμα να υψώνεσαι με τ’ απλά, να βρίσκεις πηγή στης ζήσης τους μικρούς, ανύποπτους χλοασμούς και να γένεσαι ποιητής αίσθησης, καθώς και ποιητής της ζωής με την πράξη σου στη γη.
Ο φυσικός χώρος έτσι, γίνεται προορισμός κατά το συμμέτοχον στη ζωή, αφού –και με του ανθρώπου τη συμβολή– συγκροτείται η εν αυτώ ολότητα. Το οικοσύστημα, στ’ οποίο εκφράζεται η ζωή, δεν είναι καταφύγιο, δηλαδή καταφυγή, αλλά οίκος όπου ενασκείται η ζωή. Σχέσεις σύνθετες στην απλότητά τους συνίστανται εκεί, σ’ έναν κύκλο ευφορίας και συνέχειας, γέννησης και θανάτου. Ένας παράδεισος, ένας φλογερός κόσμος η γης, έμπλεος ζωής και σύστολος πράξης, παράγωγο λες συνουσίας υπερβατικής ̇ αυτός είναι ο κόσμος του ποιητή‐ ανθρώπου, του συνειδητού και ξυπνού παραστάτη της ζωής, κείνου που την αισθάνεται πηγαία, ως ανάσα και πνοή, έχοντας τη συγκρότηση του αντιλήπτορα της αίσθησης και του ενεργώντα δημιουργού. Η ποίηση του κόσμου αυτού, το βαθύ κι υπερβατικό του, το συνάμα γλυκύ και συγκλονιστικό του, συνθέτει το νόημα της ζωής για όποιον τον προσλαμβάνει σύμφωνα με τις αξίες του, γιατί εκεί η δημιουργία βρίσκει την πληρότητά της.
Ο φλογερός τούτος κόσμος, μολαταύτα, γίνεται δραματικός στα χέρια τραγικών ανθρώπων, ψυχρών ειδωλοθυτών, αναίσθητων διαχειριστών, τεχνοκρατών που δεν τους συγκινεί η ευδία και δεν έχουν αίσθηση των γύρω, που είναι ακαλλιέργητοι στο ποιείν. Το ρίγος της γλυκείας αποτελεί γι’ αυτούς άγνωστη δοκιμασία, μια παραίσθηση παρά αίσθηση ζωής, και φυσικά απέχουν από την πρόσληψη της φύσης ̇ ενώ και η επαφή με τα γήινα συνιστά πράξη ασύμβατη με την απόλυτη, ψυχρή λογική τους. Βλέπουν ύλη στο χώρο (μόνον ύλη –ύλη οικονομική, σιδηρά!..–) κι επιζητούν –παγερά κι επιβλητικά– την εκμετάλλευσή της. Ο αγοραίος, διά τούτο, φυσικός χώρος –άλλως: ο αφημένος στην τυχαιότητά του ως αδιάφορος–, γίνεται ουτιδανός, γίνεται υποχείριος, πεδίο οικονομικής ενησχολής, κι όχι πεδίο δημιουργίας, έχοντας χάσει τον φύσει προορισμό του, έχοντας παρακαμφθεί και παρανοηθεί ως προς τη σημασία του. Δε λογίζεται λειτουργικά, στον οποίο ο άνθρωπος υφίσταται ως συμμέτοχος και πονητής, παρά εκμεταλλευτικά οπού ο άνθρωπος είναι κυρίαρχος κι εξουσιαστής! Ανάρμοστος ως τέτοιος στη φύση του, καταπίπτει στο κενό της χρηστικής ανυπαρξίας, που η απληστία της θεοποιημένης ανάπτυξης διαμορφώνει.
Θεωρώντας το φυσικό χώρο βαθύτερα κι αντιμετωπίζοντάς τον ως οίκο, βλέποντας σε αυτόν οντότητες και σχέσεις, κι όχι αριθμούς και σκηνικά, αποδίδουμε εγγενή αξία στα αισθητά μέρη του. Ο φυσικός χώρος, χάρη στον άνθρωπο που λειτουργεί στη φύση συμμετέχοντας στο φυσικό γίγνεσθαι, εμπλουτίζεται κι ανάγεται, χαρακτηριζόμενος από ευγένεια κι εξωστρέφεια. Η εγγενής (ενδογενής) αξία του, είναι η αξία που το κάθε αισθητό συμμετέχον έχει ως οντότητα, ως δημιούργημα φυσικό. Η εξωγενής αξία του είναι η αξία του δημιουργήματος όταν ως τέτοιο προσφέρει, όταν «(απο)δίδει» στον δημιουργό (υπο)στηρίζοντας τη δημιουργία (που ως ολότητα νοείται).
Οι δε παραγόμενες, οι αντιληπτικές αξίες, όπως οι πολιτιστικές, οι ιστορικές, οι παραδοσιακές, οι αισθητικές, οι πνευματικές/ψυχικές κ.ά., που προκύπτουν ως ειδικότερες θεωρήσεις λόγω της συμμετοχής του ανθρώπου στο γίγνεσθαι, κι ανάλογα με τη συμμετοχή τους σε αυτό και με το βαθμό καλλιέργειάς τους, καθορίζουν/χαρακτηρίζουν το φυσικό χώρο κάθε φορά. Οι προσφορές της φύσης (υλικές κι άυλες) είναι το παράγωγο των αξιών της, το προκύπτον της δημιουργίας.
(από το βιβλίο μου «ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ», έκδοση ιδίου, Αθήνα 2020, https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=55012)
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.