Σ’ ένα δάσος περπατώντας, άκουσα μία φωνή
Μα κοιτάζοντας τριγύρω
Φοβισμένος σαστισμένος, δεν αντίκρισα ψυχή.
Καλωσόρισες μου είπε, κάθισε εδώ κοντά μου
Και κοιτάζοντας το είδα,
Ήταν πονεμένο δέντρο, κάπου εκεί εις τα δεξιά μου.
Έλα κάθισε μου λέει, να μου κάνεις συντροφιά,
Να σου πω μια ιστορία,
Σου πληγώνει, σου ραγίζει, σου ματώνει την καρδιά!
Έπεσα και εγώ ένα βράδυ, με τους φίλους μου μαζί,
Που μας έφερε ο αγέρας,
Δίχως μάνα και πατέρα, από χώρα μακρινή.
Εμεγάλωσα κοντά της, χρόνια τώρα συντροφιά,
Την εθαύμαζε ο κόσμος,
Εκουνούσε το κορμί της, και με γέμιζε φιλιά.
Μ’ αγαπούσε, με φιλούσε, μου ψιθύριζε ζεστά,
Τα κλαδιά της με χαιδεύαν,
Κάθε νύχτα κάθε μέρα, με νανούριζε γλυκά.
Ώσπου ξαφνικά μια μέρα, ένα μαύρο πρωινό,
Μαζευτήκαν οι ανθρώποι,
Που τους αγαπούσε τόσο, και της κάνανε κακό.
Από τότε ζω μονάχος, μόνος έμεινα να ζω,
Για να κλαίω νύχτα μέρα,
Μόνος μου μέσα στο δάσος, το δικό της το χαμό.
Κι όταν άνθρωπο θα βλέπω, θα τόνε παρακαλώ,
Άλλο δέντρο να μην κόψει,
Να μην κάνει αυτό το λάθος, κι είναι κι άλλο μοναχό
2020-09-27
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.