Στ’ ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου,
και πιο βαθιά. Πατήστε μας με κάτι
κι από το πόδι πιο σκληρό του Τούρκου.

Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,

κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανταρίνοι
και της πολιτικής οι φασουλήδες,

ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!
―Αμάν! Αγά, στα πόδια σου! άκου! στάσου!
Βυζαντινοί―Γασμούλοι―Λεβαντίνοι.

Ρωμαίικο, να! Με γεια σου, με χαρά σου.

(από τα «Σατιρικά Γυμνάσματα», Κωστής Παλαμάς)

Είναι ο νεοέλληνας οικολογικά συνειδητοποιημένος; Αυτό το ερώτημα τίθεται συχνά προκειμένου να μετρηθεί ο «βαθμός ευαισθητοποίησης» του Νεοέλληνα πάνω στα οικολογικά ζητήματα. Δύσκολο ερώτημα θα μου πείτε. Αφού
αναφέρεται στον τρόπο ζωής ενός λαού, που τον εκπροσωπεί ο Νεοέλληνας, αλλά και στη νοοτροπία του. Στ’ οποίο όμως ερώτημα δίνεται η συνήθως εύκολη και πρόχειρη καταφατική απάντηση, το πνεύμα της οποίας αρμόζει με αυτό της εποχής μας, που θέλει τον άνθρωπο να κρίνεται συμβατικά/συμβιβαστικά στην πλάνη του και δικαιολογητικά στην αποχή/ενοχή του.
Η απάντηση στο ερώτημα, όπως προείπαμε, είναι, χωρίς πολύ παίδεψη, καταφατική. Εκπλήσσομαι με αυτήν, όμως την εξηγώ. Δεν εκπλήσσομαι εν πρώτοις με αυτή καθαυτή την απάντηση, που κατά κάποιο τρόπο την περίμενα, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, αλλά με το γεγονός ότι εντάσσεται σ’ ένα καθεστώς σκέψης και λογικής, στ’ οποίο το περιβάλλον ως αξία και ως αγαθό, αν και απομεμακρυσμένο ή και αποβλημένο ως ιδέα από τη λειτουργία του ανθρώπου στην κοινωνία του, με τις εξαιρέσεις βεβαίως ως προς τούτο που υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα, είναι εντούτοις ενταγμένο στη θεώρησή του ως προστατευτέο αγαθό. Πράγματα ασύμβατα θα μου πείτε, όμως μολοντούτο δυνατά στο θολό γίγνεσθαι στ’ οποίο συγκροτείται η ανάτροπη σύγχρονη ζωή!
Τι συμβαίνει; Το περιβάλλον ως αγαθό, έστω κι ακατανόητο ως τέτοιο, πεθυμείται χωρίς να είναι προσλήψιμο, ακριβώς διότι ο άνθρωπος είναι φύσει ον και δεν ημπορεί να μην εννοείται στο γύρω του. Ο Νεοέλληνας το επιθυμεί σε αυτή τη βάση, πλην όμως είναι αποστασιοποιημένος από τη γη και τις αξίες της, οπότε, σύμφωνα και με την επιθυμία του προς τη φύση, τίθεται στην αδιαμφισβήτη λογική της ανάγκης του και της προστασίας του, χωρίς όμως να υπάρχει η κουλτούρα, η παιδεία, η εσωτερική παρόρμηση για να συμβεί ουσιαστικά και βαθιά αυτό. Οπότε η προστασία τίθεται σε μια κανονιστική λογική θεσμών και νόμων, ενός έθους ζωής που σε καμιά περίπτωση δε συνιστά, και φυσικά δε διαμορφώνει, αντίληψη για το περιβάλλον, νοιάξη για τη φύση και συνείδηση για τη γη. Ο άνθρωπος επάγεται κατά τον κανόνα και τη συνήθεια, κι όχι κατά τη συνείδηση και την ηθική για τη φύση.
Δικαιολογείται δε η καταφατική απάντηση που δίνεται από το γεγονός ότι σήμερα όλο και περισσότεροι Έλληνες πολίτες ανησυχούν για τη φύση κι επιζητούν την επαφή μαζί της. Ότι υπάρχει ευαισθητοποίηση για τη γη και καλλιέργεια γι’ αυτήν. Έχω τις αντιρρήσεις μου, θεωρώντας ότι το ζήτημα τίθεται σκοπίμως στη βάση της διλημματικής λογικής εν σχέσει με την πρόσληψη του φυσικού προκείμενου, για να εκληφθεί η θετική απάντηση που επιζητείται, η οποία αποτελεί τη βολική σκέψη στην ένοχη συνείδηση του καθενός, κάτι που επιπροσθέτως εξυπηρετεί τον ευφησυχασμό του. Παραλλήλως, η τέτοια αντιμετώπιση, καλλιεργεί την πεποίθηση της προστασίας του φυσικού αγαθού, η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίσταται, παρά τον κανονιστικό χαρακτήρα του πράγματος, αφού η, ουσιαστικά, αποχή από το φυσικό γίγνεσθαι δημιουργεί τις συνθήκες για την προσβολή του, απ’ όσους το επιθυμούν για διάφορους λόγους ̇ κάτι που κατά βάσιν συμβαίνει!
Κατ’ αρχάς πρέπει να ξεκαθαρισθεί το κατ’ αρχήν ζήτημα, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιχείρημα, για την τάχατες απόκτηση οικολογικής συνείδησης από μέρους του Νεοέλληνα, το γεγονός ότι αυτός επιζητεί την επαφή με τη φύση. Διότι ο άνθρωπος είναι ον της φύσης, προερχόμενος από αυτήν και προορισμένος να λειτουργεί διά και μέσω αυτής. Έχει έμφυτη, βαθιά ριζωμένη (αν και ξεχασμένη σήμερα), την ανάγκη για επαφή με τη φύση, με τη «μάνα γη». Συνεπώς, κάτι που είναι έμφυτο, δεν αποκτάται. Μόνον καλλιεργείται και προάγεται.
Έκανα επί τούτου μια μικρή έρευνα, το έτος 2001. Κατέγραψα τα θέματα από τις ζωγραφιές παιδιών ηλικίας κάτω των έξι ετών σε συγκεκριμένους παιδικούς σταθμούς της χώρας. Διαπίστωσα πως το 70% των θεμάτων στους σταθμούς των Αθηνών και το 90% στους σταθμούς της επαρχίας, είχε ως θέμα τη φύση. Αυτό με κάνει να συμπεράνω το πόσο κοντά της (έστω και νοερά) είναι οι άδολες, αγύμναστες παιδικές ψυχές. Με τρόπο έμφυτο, προφανή, εγγενή. Διερωτώμαι: Μετέπειτα, που «γυμνάζονται», γιατί μετουσιώνονται σε ψυχρές υπάρξεις, πλήρως αποστασιοποιημένες από τη φύση;
Επιπροσθέτως, η ανάγκη για φύση, με την έννοια ότι αυτή είναι απαραίτητη για την ύπαρξη της ζωής, δε σημαίνει και νοιάξη γι’ αυτήν, καθώς και, ένεκα αυτού του γεγονότος, απόκτηση περιβαλλοντικής συνείδησης. Είναι μια εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενη κατάσταση, καταλύουσα ως τέτοια στο ασυνείδητο του ανθρώπου (του Νεοέλληνα εν προκειμένω), και μην προάγουσα σε αυτή της τη διάσταση το συνειδητό της πράξης για το περιβάλλον. Οι εκπτώσεις που επάγονται στην προστασία του είναι φυσικό να διαμορφώνουν καθεστώς συνιστάμενης υποβάθμισης, ακριβώς διότι η ουσιαστική προστασία του ελλείπει, αφού η συνείδηση γι’ αυτό τίθεται στη βάση της αόριστης υποχρέωσης.
Η νοιάξη για το περιβάλλον είναι σε μεγάλο βαθμό προσχηματική, προκύπτουσα από τις καταστάσεις που προείπαμε, καθώς και από το γεγονός της απόλαυσής του στη βάση της «τουριστικής» του αν θέλετε πρόσληψης, της περιηγητικής ή της εκδρομικής σ’ ένα άλλο επίπεδο (η διαφορά του τουρίστα από τον περιηγητή έγκειται στ’ ό,τι ο πρώτος ενδιαφέρεται για την ανακάλυψη αισθητικών αξιών στο τοπίο, καθώς και για την αναζήτηση της εμπειρίας του ταξιδιού μέσα από τις αισθήσεις, συνθέτοντας τις νοητικές εικόνες του τοπίου, ενώ ο περιηγητής αναζητά την ταυτότητα, το νόημα στο τοπίο, αναλύοντας του κοινωνικούς κώδικες του τόπου). Διότι δεν αρκεί απλά η νοιάξη ή και η γνώση ενδεχομένως για το περιβάλλον, ούτε βέβαια η τουριστική εμπειρία ως παραγόντων πρόσληψης του τόπου, αλλά απαιτείται κάτι πολύ περισσότερο, απαιτείται καλλιέργεια για το γύρω, που εμπεριέχει στην έννοια της την αντίληψη των κοινών, τη θεώρηση του γύρω λειτουργικά, την εννόηση των αξιών του περιβάλλοντος, τη βίωση ακόμα του τόπου με συμμετοχή στο πολιτισμικό του γεγονός, και εν κατακλείδι την πρόσληψη ως φύσης ως παίδευση και πράξη ζωής για τη συγκρότηση του Είναι.
Επισημαίνεται ότι, σε κάθε περίπτωση δεν παραγνωρίζουμε τις επαινετές κι οπωσδήποτε πολύτιμες για το περιβάλλον προσπάθειες που πραγματοποιούνται και τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται, ούτε ακυρώνουμε το σημαντικό τέτοιο έργο που επιτελείται, όμως δυστυχώς τούτα όλα δε συγκροτούν τον κανόνα ̇ αυτόν που κατά βάση συνίσταται από την αδιαφορία για το περιβάλλον από την πλειοψηφία του λαού, την επιδερμική και αόριστη νοιάξη γι’ αυτό, καθώς και την προσβολή του, μ’ ενέργειες αρνητικές για τη συνέχειά του. Ο πικρός κανόνας είναι αυτός, που άρχει κι εκφράζει την κυρίαρχη σκέψη. «Η λεγόμενη συμπαγής πλειοψηφία, είναι ο βασικός εχθρός της αλήθειας και της ελευθερίας», έλεγε ο Ερρίκος Ίψεν στο έργο του «Ο εχθρός του λαού», διά στόματος του ήρωά του γιατρού Θωμά Στόκμαν…
Βαρύ ως έργο θα μου πείτε της εσωτερικής σου αναζήτησης, όμως απαραίτητο για την απόκτηση συνείδησης για τον τόπο. Αλλά όχι, δεν είναι έτσι. Δεν είναι έργο βαρύ να εννοηθείς στο γύρω, καθώς είναι εύκολα δυνατό να το απολαύσεις στην αξιακή του πρόσληψη. Αρκεί να θελήσεις να εντρυφήσεις στο όλον, στ’ οποίο συγκροτείσαι και δε γίνεις αυτόνομος στον κόσμο σου, ένας αυτεξούσιος της ζωής σου ̇ και ως τέτοιος, ένας μακρινός του εαυτού σου. Ο Νεοέλληνας, όσο κι αν θέλουμε να τον ιδούμε θετικά και να τον δικαιολογήσουμε στο βίο του, διαπιστώνουμε με πόνο ότι δεν ημπορείται στο γύρω του. Καθημερινή τούτη η αίσθησή μας, η διαπίστωση της κατάστασής του στο σύγχρονο γίγνεσθαι. Τα παραδείγματά του πολλά και γνωστά ̇ είναι περιττό ν’ αναφερθούν. Κρατά «εν υπνώσει», σε καταστολή θα υποστηρίζαμε, όλα κείνα τα βαθιά και πλέρια, τα έμψυχα και δυνατά, που θα τον έκαμαν ζωντανό κι ευαισθητοποιημένο στην πράξη του, και δεν αφήνεται λεύτερος να ιδωθεί ως προς τούτα, αλλά κρατείται κατατριβόμενος στη φθορά διαπάλη του ̇ που μπορεί να είναι του επιούσιου, αλλά και του πλούσιου βίου! Αγνοεί κατ’ ουσίαν το μέσα του, τον φύσει εαυτό του, που του υποδεικνύει πόρεψη ορθία, την οποία, αλί, δεν ακολουθεί! Απόκτηση οικολογικής συνείδησης σημαίνει το ξύπνημα της ψυχής, σημαίνει αφύπνιση και δημιουργία, σημαίνει συμπόρεψη και τυραγνισμό με τη φύση, εννόηση του γύρω και πράξη γι’ αυτό. Ο καθένας με τις δυνάμεις του, έχοντας ρόλο κι αποστολή, την ευθύνη να πράττει εννοώντας, το κάμνει αυτό αν το θελήσει και σύμφωνα το θέλω του ̇ ο καθένας με την πράξη του, έχοντας κοινό σκοπό και βλέποντας προορισμό, μπορεί να εννοηθεί στο Είναι του…
Σύμφωνα με έρευνα της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος της Γερμανίας το έτος 2018, οιδύο στους τρεις Γερμανούς υποστηρίζουν ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα, τ’ οποίο θεωρούν ίσης βαρύτητας με την ασφάλεια, τη μετανάστευση και την ανεργία. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, τα τελευταία χρόνια η ευαισθητοποίηση του κόσμου για ζητήματα προστασίας τουπεριβάλλοντος και ειδικότερα του κλίματος έχει αυξηθεί, ενώ ολοένα περισσότεροι δηλώνουν έτοιμοι να συμβάλουν ακόμα και με οικονομικά μέσα. Εντούτοις, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η απόσταση μεταξύ καλών προθέσεων και έμπρακτης υλοποίησης παραμένει συχνά μεγάλη. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ακριβώς για όσα προείπαμε. Για το γεγονός δηλαδή της έλλειψης ουσιαστικής πρόσληψης της φύσης σαν κοινό πράγμα, σα μια ζωντανή ολότητα οπού συμμετέχουμε ως όντα, −ως όντα μάλιστα ανώτερα, με νόηση, κάτι που μας εισάγει τη μέγιστη ευθύνη για τη διαχείριση της φύσης−, κι όχι ως μια ανάγκη για το μέλλον μας, που στην περίπτωση αυτή, για την προστασία της φύσης μάς κινεί ο φόβος της απώλειάς της ως φόβο απώλειας ημών των ιδίων ως ανθρωπότητα. Ε, τότε δεν έχουμε συνείδηση προστασίας, αλλά κίνητρο, που εκκινείται από την εξωτερική μας φύση κι όχι από την εσωτερική, και τούτο δε μας κάνει σωστούς/ικανούς στο ρόλο της ευθύνης μας.
Η ψυχολογική εξήγηση της παραπάνω κατάστασης αποδόθηκε κατά τη δεκαετία του 1980 στις ΗΠΑ από τον Ιcek Ajzen, ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς (Τheory of Planned Behavior). Σύμφωνα με αυτήν, από μια καλή πρόθεση ή θέση ή στάση ζωής δεν προκύπτει απαραίτητα και μια συναφής, συνεπής καλή συμπεριφορά. Βάσει αυτήςτης θεώρησης, τούτο συμβαίνει εξαιτίας υποκειμενικών παραγόντων ή λόγω των ευρύτερων σχέσεων και συσχετισμών εντός των οποίων δρα ένα άτομο. Όταν για παράδειγμα υπάρχουν σε ένα χώρο πεταμένα σκουπίδια, είναι περισσότερο πιθανό ή αναμενόμενο να πετάξει και κάποιος άλλος τα δικά του σκουπίδια. Όταν πρόκειται για την υιοθέτηση πρακτικών και μέτρων για το περιβάλλον αυτή η στάση μπορεί να προσεγγιστεί ως εξής: «Αν περιοριστώ μόνο εγώ και όχι όλοι οι υπόλοιποι, τότε είμαι ηλίθιος». Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Μάρσελ Χούνεκε από το Πανεπιστήμιο του Ντόρτμουντ, για την υιοθέτηση συμπεριφορών που συμβάλουν στην προστασία του περιβάλλοντος είναι σημαντικός ο συσχετισμός με άλλες θετικές εμπειρίες ή πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα, η σύνδεση της προστασίας του κλίματος με θετικές συνέπειες για την υγεία ή την ποιότητα ζωής. Καταλήγουν δε οι ψυχολόγοι στον παράγοντα της καλής συνήθειας (στη δύναμη της συνήθειας) ως τρόπο περιβαλλοντικής διαπαιδαγώγησης του ατόμου, ούτως ώστε να μπορεί να λειτουργεί κανονιστικά στον προοριστικό του ρόλο, έστω και αν δε συνειδητοποιείται στο ρόλο του στη φυσική ολότητα.
O Νεοέλληνας σήμερα ζει σε μια τεχνοκρατική κοινωνία, μια κοινωνία ορίων (όπως άλλωστε και το σύνολο του ανεπτυγμένου κόσμου), η οποία είναι αποκομμένη από τη φύση, από το γύρω που την καθορίζει και στ’ οποίο (έπρεπε να) υπάγεται. Γίνηκε κοινωνία ορίων διότι ο άνθρωπος πίεσε και πιέζει τον κόσμο του για την ικανοποίηση της έννοιας της ανάπτυξης κατά τον οικονομικό σκοπό, φτάνοντας τη γη στ’ όριο των αντοχών της, με την κυριαρχία του ανθρώπου στο φυσικό σύστημα και την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Το ανθρωποσύστημα δεν είναι υπερσύστημα, αλλά υποσύστημα του φυσικού, του συστήματος της γης, στ’ οποίο οφείλει προσαρμογή για τη συνέχειά του. Λειτουργώντας ανάτροπα, κάτι που δυστυχώς συμβαίνει με την κυριαρχία κι όχι τη συνεργασία του ανθρώπου στη γη, δημιουργείται η κατάρρευση του συστήματος της ζωής, την οποία τραγικά, πλην όμως ανύποπτα και δυστυχώς ασυλλόγιστα, βιώνουμε!
Προσφέρεται στον άνθρωπο γνώση −στην κοινωνία της πληροφόρησης η άγνοια δε δικαιολογείται, τουλάχιστον για όποιον επιθυμεί να πληροφορηθεί…−, του προσφέρεται ύλη, του προσφέρεται ταγή, αλλά λείπει από το πλέγμα τούτο της προσφοράς η ουσιαστική δημιουργία, το «υψηλό», το «άπαν». Η φύση, που μπορεί να το προσφέρει, φαντάζει μακρινή, και η όποια προσπάθεια προσέγγισής της γίνεται επίπονη και μάταιη στον κόσμο της αποστασιοποίησης από το γύρω και της αποκήρυξης των κοινών. Εξάλλου, η φύση δε χρειάζεται «επισκέπτες» ή «θαυμαστές», δε χρειάζεται «τουρίστες» και «διερχόμενους», αλλά χρειάζεται συνειδητοποιημένους πολίτες, πολίτες της φύσης, δηλαδή ανθρώπους νοητούς στο γύρω, που θα πονήσουν και θα πορευτούν εν αυτώ, κι όχι στο έξω του θα πράττουν, ως αυθύπαρκτοι, άρριζοι και μετέωροι −ιδού η τραγική πλάνη του σύγχρονου ανθρώπου…−, δημιουργώντας ζωή. Ένα συνεχές όλον εν τω φυσικό γίγνεσθαι φτιάχνει το μέλλον της ζωής στη γη.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου χαρακτήρισε τον παραπάνω τύπο ανθρώπου ως φυσιολάτρη, και τον διαχώρισε από τον εκδρομέα. Περιέγραψε τον πρώτο ως τον άνθρωπο κείνον που πέρα από την υγεία, τη γεωγραφία, την ιστορία και την άθληση, ζητά στην ύπαιθρο την αισθητική αξία της φύσης, τις μορφές και τα χρώματα. Είναι κείνος που στο θέαμα των γραμμών και στο θόρυβο των φύλλων μπορεί να συλλάβει το μυστήριο της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, κείνος που την κάθε φυσική ομορφιά τη θεωρεί σπουδαίο επεισόδιο της ζωής του. Ενώ ο εκδρομέας είναι ο άνθρωπος που περνά την Κυριακή του έξω από τις πόλεις για λόγους υγείας.
Αυτά‐τούτα μάς λέγει ο Παπαντωνίου κι είναι σημαντικά για έναν νοό του γύρω. Θεωρούμε μολοντούτο απλουστευμένη την άποψη, σύμφωνα και με όσα προηγούμενως αναφέραμε, καθώς αποδίδει μιαν βασική βεβαίως αντίληψη για το γύρω, που συνδέεται όμως μ ́ έναν όχι παραγωγικό και μάλλον επιτηδευμένο ρομαντισμό −τον οποίο ρομαντισμό, σαφώς και δεν τον απορρίπτουμε ως ιδέα, όμως αλλιώς πρέπει να τον ιδούμε… Και τούτο διότι η φύση χρειάζεται κάτι βαθύτερο, κάτι πολύ περισσότερο από λάτρεις ̇ χρειάζεται πονητές ̇ χρειάζεται ποιητές του ποιείν, που σημαίνει ποιητές στο πεδίο της ζωής, ποιητές‐δημιουργούς. Βεβαίως και η παραπάνω συγκρότηση του φυσιολάτρη δείχνει καλλιέργεια, όμως αυτή πρέπει να μετουσιωθεί σε πράξη ζωής και να μη μείνει στο επίπεδο της αίσθησης του γύρω και της απόλαυσής του. Κοντολογίς δε φτάνει το τούτο του ανθρώπου για το τόσο της φύσης. Όχι απλά η νοιώση του γύρω και η αίσθηση της φύσης, που αποτελεί μια βασική αντίληψη αυτής, αλλά χρειάζεται η πόνηση, το να πορευτείς στον κόσμο της ως δημιουργός κι όχι απλά ως θεωρός ̇ όχι απλά να τη συλλάβεις, αλλά να την προσλάβεις.
Η αποστροφή περαιτέρω της κεφαλής του Νεοέλληνα από τη φύση, από το πρόβλημά της, τ’ οποίο άμεσα τον επηρεάζει αλλά το αγνοεί, ζώντας στην παθογένειά του, αποτελεί πράξη των καιρών, και δυστυχώς ως πράξη του ανθρώπου γενικά, έχει παγκόσμια αναφορά. Τ’ ό,τι υπάρχουν άνθρωποι ευαίσθητοι, μιαν όμορφη μειοψηφία δυνατών στην ψυχή ανθρώπων, οι οποίοι από την πλειονότητα των υπολοίπων Ελλήνων αντιμετωπίζονται ως περιθωριακοί ή γραφικοί, που τους αγγίζει και τους ενεργοποιεί το ζήτημα της προστασίας της φύσης, σημαίνει πολλά, αλλά αυτή η προσπάθεια δεν αποτελεί παρά σταγόνα στον ωκεανό της ελπίδας ̇ κι οπωσδήποτε, όπως προείπαμε, δε συνιστά τον κανόνα. Χρειάζεται επί τούτου συλλογική δράση, ευθύνη κι αφύπνιση. Για να ‘ναι τ’ αποτελέσματα ικανά και ανταποκρίσιμα. Για να ‘βρει η φύση δρόμους της καρδιάς και να πορευτεί χωρίς να στοχευτεί και να καταπέσει.
Το γύρω έπρεπε ν’ αποτελεί έγνοια του κοινωνικού ανθρώπου ̇ κι έπρεπε άμεσα και καθοριστικά να τον επηρεάζει, καθώς αποτελεί βασικό μέρος της ζωής του. Όμως, αλί, δε συμβαίνει αυτό. Ο Νεοέλληνας απέχει από το γύρω του, και ως άμεση συνέπεια είναι να ασχημονεί και να καταστρέφει. Παρατηρεί σχετικά ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς: «Σκέφτομαι: Αυτό το “κάτι”, το ξεχωριστό που σου μένει σαν οδηγός μνήμης των αισθημάτων, έχει αρχίσει να λειτουργεί τραγικά στην Ελλάδα. Η Αθήνα δεν έχει πια γειτονιές, ούτε την παραμικρή ιδιαιτερότητα, και οι επαρχιακές πόλεις έχουν βάναυσα εξομοιωθεί, όλες κατά το πρότυπο των απρόσωπων παρυφών της Αθήνας −δεν ξεχωρίζεις αν βρίσκεσαι στη Σπάρτη ή στην Κοζάνη, στην Πάτρα ή στο Βόλο, στη Δράμα ή στον Πύργο. Μόνο το Νάυπλιο έχει κρατήσει κάποιο χαρακτήρα, δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε μια δεύτερη πόλη με ιδιοπροσωπία. Ακόμα και η Καστοριά, ακόμα και τα Γιάννενα, δε διαφέρουν σε τίποτα από το Περιστέρι, το Αιγάλεω, την Κοκκινιά. Η ίδια θανατερή ομοιομορφία παντού, ίδιος και ανατριχιαστικός ο αισθητικός εκβαρβαρισμός. Όσο για τα πανεπιστημιακά μας campus, εκεί το “ξεχωριστό” εντοπίζεται μόνο στον διαιωνιζόμενο πρωτογονισμό της κουρελαρίας των αφισσοκολήσεων και της ρυπαρότητας των κομματικών συνθημάτων» )Γιανναράς Χρ., «Αόριστη Ελλάδα», εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1994, σελ. 140).
Σημειώνει ακόμα ο Πέτρος Σπανδωνίδης: «Η σχέση του Νεοέλληνα με τη φύση είναι αρκετά περίεργη. Άλλοτε, στα απλοϊκά χρόνια της Τουρκοκρατίας, η φύση ήταν ένα ζωντανό και φιλικό πρόσωπο κοντά του. Σήμερα, της γύρισε την πλάτη και μόνο σε σπάνιες στιγμές τη θυμάται, όταν του θυμίζει κάτι από την περασμένη ευτυχία του. Η ρεμβαστική ένωσή του με τη φύση, η αναζήτηση γαλήνης για την πληγωμένη και ανήσυχη καρδιά του, η εκτίμησή της ως συμβόλου κάποιας αόρατης παντοδυναμίας, γενικά, η πνευματική ματαξίωση της φύσης είναι ξένη προς τη διάθεση του μέσου Νεοέλληνα, όσο και του καλλιεργημένου αστού. Μόνον ίσως ένας Παπαδιαμάντης ήχησε με την ανάμνηση της απλής, αλλά και ένθεης ζωής του νησιού του. Και μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο εκδρομισμός, ή καλλίτερα ο τουρισμός, πάει κάτι να διδάξει στον Νεοέλληνα, το τι σημαίνει χαρά της θάλασσας, πώς ανατείνεται η ψυχή μαζί με τη θεώρηση των ψηλών βουνών, τι μυστικά ξέρει η ησυχία μέσα στην αηδονόλαλη λαγκαδιά. Σήμερα δε μια νέα μορφή φυσιολατρείας γεννιέται. Αυτή κατ’ αρχή είναι μια νέα πνοή, που σκόρπισε ο Μεσοπόλεμος: προς την ασταμάτητη αλλαγή των οριζόντων, προς τα ταξίδια. Όμως μολοντούτο μένει ένα spot, μια μορφή ψυχαγωγίας και απόλαυσης, που δε φτάνει να γίνει πνευματικό βίωμα» (Σπανδωνίδης Π., «Η ελληνικότητα», δοκίμια, εκδόσεις Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα 1994, σελ. 71‐72).
Λέμε ότι οι πρόγονοί μας ευθύνονται για την καταστροφή της ελληνικής φύσης. Ναι, αλλά «το προπατορικό αμάρτημα» έχει τις δικαιολογίες του −έλειπε η γνώση, προείχε η επιβίωση. Όχι πως η δικαιολόγησή τους τούς απαλλάσσει από τη μεγάλη ευθύνη που φέρουν για την κατάσταση του ελληνικού περιβάλλοντος. Αλλά για λόγους αρχής και ίσης μεταχείρισής τους, αφού δεν μπορούν ν’ απολογηθούν, αλλά κρίνονται από τους επιγόνους ακριβώς επειδή η ιστορία τούς θέτει σε αυτή την κατάσταση της κρίσης, θα πρέπει να εξετασθούν οι λόγοι των τότε ενεργειών, των ενεργειών που συνέθεσαν την προγονική ευθύνη.
Στους τότε «δύσκολους» παρελθοντικούς καιρούς, πρωταρχικό μέλημα ήταν η ανάγκη για επιβίωση. Η άγνοια κυριαρχούσε. Οι άνθρωποι λειτουργούσαν μ’ ένα ορμέμφυτο, που τους έκαμε άλλοτε προστάτες και άλλοτε καταστροφείς της φύσης. Οι συγκυρίες, τα γεγονότα και οι ανάγκες της στιγμής, έπαιζαν επί τούτου το ρόλο τους. Οι ενέργειες φθοράς συμβάδιζαν κι αντιπαλεύονταν τις ενέργειες ορθής πρακτικής διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος. Και, δυστυχώς, κατά περιοχές και χρόνους, οι πρώτες επικρατούσαν και χαρακτήριζαν τη συμπεριφορά των Ελλήνων, με την υποβάθμιση και την απώλεια της ελληνικής φύσης. Τα, σε μεγάλο βαθμό, γυμνά βουνά μας, το αποδείχνουν αυτό. Η έντονη δραστηριότητα στον ελληνικό χώρο και η συνεχής κατοίκησής του, διαμόρφωσαν το περιβάλλον του. Όμως, η φιλοσοφία που είχε αναπτυχθεί από τους αρχαίους Έλληνες για την προστασία του περιβάλλοντος ήταν σημαντική και ο προβληματισμός για την κατάστασή του ή για τη μελλοντική του πορεία, ουσιαστικός.
Κείνοι οι άνθρωποι, αν και η ιστορία τούς καταδείχνει για τις ενέργειες φθοράς που διαπράχθηκαν με θύμα το φυσικό περιβάλλον, εντούτοις είχαν «τη φύση μέσα τους», ήταν οι υπαίθριοι Έλληνες, που έστω και διά της φθοράς υποστήριξαν την ελληνική φύση −τούτο, που αν και φαντάζει αντιφατικό, εντούτοις αποτελεί μια μεγάλη αλήθεια! Ήταν σε μεγάλο βαθμό δημιουργοί ̇ το δείχνει αυτό η θαυμαστή χωροταξία της ελληνικής υπαίθρου, η αγροτική φύση που δημιουργήθηκε. Ήταν σε μεγάλο βαθμό νοητοί του χώρου, καθώς πονητές ήταν κι έντρυφοι της γης. Είχαν τη γήινη έγνοια και η οικολογική τους συνείδηση προέρχονταν από την εσωτερική τους φύση και δεν ήταν τεχνητά πλασμένη, ούτε πλασματική. Βίωναν τη φύση, έστω και διά της καταστροφής της, και συμπορεύονταν με αυτήν. Είχαν προτεραιότητες απλές, μα ουσιαστικές. Είχαν προσαρμογές σοφές και λειτουργούσαν με ιδεώδη. Η επαφή με τη φύση, ως διακαής και άσβεστος πόθος, η κοινωνικότητα, η αίσθηση των κοινών, η ζεστή ανθρώπινη επαφή, η απλή δημιουργική προσπάθεια, ήταν μερικά από τα στοιχεία που τους χαρακτήριζαν ̇ που ήταν σημαντικά στην απλότητά τους ως προς το ζην.
Ο Νεοέλληνας βρίσκεται κατά κανόνα μακριά από πράξεις που αφορούν στα κοινά. Και στις περιπτώσεις ακόμα που συμμετέχει, αυτό γίνεται περιπτωσιακά, περιστασιακά, ευκαιριακά ή συρμικά. Ακόμα και να το θέλει δεν το μπορεί διότι τον απασχολεί πολύ, τον βαραίνει ή τον καταστέλλει η φθόρα ζωή. Τον απασχολούν τα μικρά και ασήμαντα, τα εφήμερα της ζωής, που τον οδηγούν στις ίδιες καθημερινές, κενές πράξεις συντήρησης του βίου, σ’ ένα standard ίδιας επίπεδης ζωής.
Ο σημερινός Έλληνας γίνηκε μαλθακός στη δυτική ζήση του, γίνηκε σύνθετος. Γίνηκε «Ευρωπαίος», ασκεπής, άνευ πίλου!, και επιζητεί την πολυπλοκότητα της πρόκρισης. Δεν είναι ο «απλοέλληνας», των προηγούμενων καιρών. Στην πραγματικότητα είναι τραγικός στην ασημαντότητα του γύρω, που συγκροτεί και τη δική του ασημαντότητα. Παραλύει στη λάμψη του χρήματος και των υλικών αγαθών, φυλακίζεται στην ανάγκη που τούτα ως αγαθά του σύγχρονου ζην δημιουργούν, αδύναμος ν’ αποδράσει στο ευ της ολοζωής!
Ο Έλληνας σήμερα νοιάζεται για τον μικροχώρο του, λίγο τον απασχολούν τα κοινά. Νοιάζεται για την εύρυθμη λειτουργία κάθε πράγματος που μηχανικά τον ικμάζει, καθώς και για την με εναγώνια προσπάθεια εύρεσης επιθεμάτων για την κάλυψη των πολλών κενών της άχαρης κι άτολμης ζωής του. Τα άγχη πολυτελείας, οι πόνοι των σύγχρονων παθών του, είναι κείνα τα στοιχεία που κυριαρχούν και καταλύουν κάθε δημιουργική σκέψη, υπερισχύοντας των ουσιαστικών προβλημάτων του. Όλα τούτα έχουν απομακρύνει τον Νεοέλληνα από τη φύση και τον έκαμαν θεατή, παρά κοινωνό στα γύρα. Η φύση, έτσι, στέκεται μακριά, παρατηρείται πλέον μηχανικά, με λύπη για την απώλειά της ή με αδιαφορία.
Εκτός όμως από αδιάφορος για το γύρω του, ο Έλληνας γίνεται φορές και κακός με αυτό. Όχι απλά δεν το υπολογίζει, αλλά το καταστρέφει με το πώς το αντιμετωπίζει!
Επανερχόμενοι στην ανάλυση του Έλληνος λέγουμε ότι, ζώντας αυτός στην κοινωνία της πληροφόρησης, δεν του επιτρέπεται η άγνοια. Δεν του επιτρέπεται η αποχή από το γνωρίζειν. Ο Έλλην λοιπόν, ο κάθε πολίτης του τόπου, ξέρει, γνωρίζει τα συμβαίνοντα, αλλά σιωπά ̇ ή δε θέλει να μάθει γιατί απέχει. Ξέρει πως η φύση καταπατείται και αλώνεται από επιτήδειους που στέκουν πάνω και πέρα από κάθε νόμο ̇ απέχοντας όμως από το να γνωρίζει, καθίσταται συμμέτοχος στο πρόβλημα, συνένοχος στο έγκλημα κατά της φύσης. Ξέρει πως το συγκεκαλυμμένο τούτο έγκλημα θα έχει στο μέλλον επιπτώσεις και στη δική του ήσυχη ζωή. Αλλά και στη ζωή των παιδιών του. Μα η εικόνα αυτή του κόσμου δε φάινεται να τον ανησυχεί ̇ και γι’ αυτό δεν τον απασχολεί. Θεωρεί μικρό το βάρος της για να ταράξει την άτολμη, την ψυχρή όπως απογίνηκε, ψυχή του. Αποστρέφει λοιπόν την κεφαλή και δε μιλά. Λειτουργεί με αδιαφορία για το εστίν, με απάθεια για το Είναι. Είναι μια στείρωση αυτή, μια εκούσια συνενοχή…
Ο Εμμανουήλ Ροίδης το έτος 1896, βλέποντας τη συντελεσθείσα ως τότε καταστροφή της ελληνικής φύσης και κατακρίνοντας την απάθεια των Ελλήνων, σημείωνε πικρά και επικριτικά: «… Ενώ εις διάστημα τεσσαρακονταετίας επενταπλασιάσθησαν οι κάτοικοι των Αθηνών, ηλαττώθη κατά πολύ ο αριθμός των κατά το θέρος εις τας αγροικίας κατοικούντων. Το δε δυστύχημα είναι ότι συνηλαττώθη σχεδόν πανταχού του ύδατος και των δένδρων το ποσόν. Το ύδωρ αγοράζεται ή αρπάζεται υπό των Αθηναίων, τα δε δάση κατατρώγουσιν αι αίγες ή ερημούσιν αι ανά παν έτος αναπτόμεναι προς αύξησιν της βοσκησίμου εκτάσεως πυρκαγιαί, των οποίων αδύνατον είναι να ευρεθώσι και να τιμωρηθώσιν οι πασίγνωστοι αυτουργοί, διά τον λόγον ότι δεν έχουν ψήφους τα δένδρα και έχουν ψήφους οι αιγοβοσκοί. Τα ανοσιουργήματα ταύτα προκαλούσι μεν παροδικήν εξέγερσιν του τύπου, αλλά μετ’ ολίγον λησμονούνται, όπως και τα κατά καιρούς ανακύψαντα εκ της λήθης σχέδια της αειμνήστου βασιλίσσης Αμαλίας περί αναδασώσεως του Υμηττού. Το αληθές είναι ότι ο Έλλην δεν συμπαθεί τα φυτά, εξαιρουμένων των προσοδοφόρων. Πολύ τεχνοκρίται κατηγόρησαν τους αρχαίους ως ανικάνους να αισθανθώσι και να υμνήσωσι τα θέλγητρα της φύσεως, όπως οι σήμερον ρωμαντικοί. Την μομφήν ταύτην δύναται να εύρη άδικον ο αναγιγνώσκων τον Οιδίποδα επί Kολωνώ ή τον Ιππόλυτον Στεφανηφόρον, όχι όμως και ο αποβλέπων εις την παρά των απογόνων αυτών ανοχήν της καταστροφής των δασών και της μεταποιήσεως εις άσβεστον των γραφικωτάτων λόφων των Αθηνών…» −μεγάλες αλήθειες! (Ροΐδης Εμμ., «Αι Εξοχαί των Αθηνών» στον κύκλο «Αθηναϊκοί περίπατοι», χρονογράφημα στο περιοδικό Εστία, 22‐5‐1896, αφιέρωμα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896).
Η έλλειψη περιβαλλοντικής παιδείας, μιας κουλτούρας σεβασμού στο γύρω κι αντίστοιχα στον άνθρωπο που μετέχει σε αυτό, δεικνύει έλλειψη πολιτισμού, από έναν Έλληνα που, αλί, θέλει να προβάλλεται ως πολιτισμένος!
Θα καταλήγαμε, μετά τούτων, σ’ ένα σκληρό συμπέρασμα για τον Νεοέλληνα: στ’ ό,τι δεν έχει οικολογική συνείδηση, κι ας αφήνεται το αντίθετο να φανεί. Υποστηρίζοντας επιπροσθέτως, με την τόλμη της αιρετικής ομολογουμένως τούτης άποψης, ότι σε πολλές περιπτώσεις έχει ελαστική οικολογική συνείδηση, ότι κατά κάποιο τρόπο δρα σαν ένας «λεβαντίνος» της οικολογικής σκέψης, που άγεται και φέρεται ανάλογα με τις καταστάσεις και τη διάθεση της στιγμής. Ότι δεν έχει άποψη, δεν έχει προσφορά, δεν έχει όραμα. Του λείπει η οικολογική παιδεία, η περιβαλλοντική ηθική. Ο Νίκος Ξυδάκης αναφέρει, ως γενικότερη άποψη, ότι: «Οι πολλοί σιωπούν. Δεν έχουν άποψη; Κάτι έχουν να πουν, αλλά η ζωή τούς τραβάει από το μανίκι, στα μεροκάματα, σε καφκικά ΙΚΑ για δήλωση ενσήμων, σε εφορίες για ΦΠΑ, σε τράπεζες για δόσεις…» («Μιλάμε αυτό που είμαστε», εφημερίδα «Καθημερινή», φύλλο 2ας‐12‐2001).
Αυτά θα μπορούσαμε να τα υποστηρίξουμε ως συμπέρασμα, σύμφωνα και με όλα τα προηγούμενα που αναφέρθηκαν. Δεν το τολμούμε όμως. Δεν το θέλουμε για την ακρίβεια. Είμαστε διστακτικοί γιατί επιδιώκουμε ν’ αφήσουμε περιθώρια στην κρίση μας, για να εκφραστεί διαφορετικά και με μιαν άλλη εικόνα για τον Έλληνα, πιο αισιόδοξη και πιο φωτεινή. Και τούτο διότι πιστεύουμε στον Έλληνα και αξιώνουμε από αυτόν να κάμει πράγματα συμβατά με τη φύση του…

(από το βιβλίο μου «ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ», έκδοση ιδίου, Αθήνα 2020,https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=55012

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.