Το είδωλό του ,σαν χαμένο τον κοιτάζει
Καγχάζει ο ραγισμένος του καθρέφτης,
Γελάει ο χρόνος,που σαν κλέφτης προσπερνάει,
χασκογελάει στο αυτί του ο παλιοψεύτης.

Ήταν αλάνι στα μικράτα του ο Στέλιος
ποτάκι,γκομενίτσες και τσιγάρα
Τώρα, θολή η ματιά του, δακρυσμένη
και δυσκολεύεται ν’ανέβει από την σκάλα.

Μία μικρούλα κρεμασμένη στο λαιμό του
και μία άλλη, αγκαλιά του καθισμένη
Τώρα είναι μονάχα εικόνα στο μυαλό του
μα, κάποτε ήταν η ζωή του έτσι φτιαγμένη.

Τον ζήλευαν οι μόρτες στην παρέα
στην γειτονιά τον έλεγαν κιμπάρη
οι χήρες τον κοιτούσανε μοιραία
κι οι παντρεμένες μάλωναν γαμπρό ποιά θα τον πάρει.

Τώρα στον δρόμο τον φωνάζουν μπάρμπα Στέλιο
τον βοηθούν για να περάσει το φανάρι
κανείς δεν βλέπει της καρδιάς του το ρεμπέλιο
που ταξιδεύει ,και μαζί τον έχει πάρει.

Φοράει στραβά το καπελάκι του ακόμη
παίρνει το μπαστουνάκι του παρέα,
κατηφορίζει στης ζωής το σταυροδρόμι
στέκει ανάσα για να πάρει θαυμάζοντας τη θέα!

Δεν τον πειράζει που έχει χιόνια στα μαλλιά του,
ούτε που έμεινε μονάχος του στη ζήση
σκέφτεται μόνο, όσα ίσως άθελά του
χατήρια έκανε στον χρόνο τον δερβίση.

Ε, μπάρμπα Στέλιο του φωνάζει ο χειμώνας
δεν τό,βαλες ακόμη κάτω ,δεν κρυώνεις?
Ένα χαμόγελο αχνοφάνηκε ρωτώντας,
και σύ χειμώνα Βρούτε με μαλώνεις?

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.