Καθισμένος ένα βράδυ, στο λιμάνι στην ταβέρνα,
κοίταζα κατά το δρόμο
κι είδα έναν κύριο που ‘παιζε με μια λατέρνα.
Η λατέρνα τραγουδούσε της ζωής τα μονοπάτια
κι αν δεν τα προσέξεις λέει
κόβεις της ζωής το δρόμο σε μικρά πικρά κομμάτια.
τραγουδούσε για την μάνα που χε ‘χάσει τα παιδιά της
κι ο Θεός την είχε φέρει
να γυρνά μέσα στις νύχτες και να κλαίει την μοναξιά της.
επλησιάζοντας ο κύριος μου πε και έκατσε κοντά μου-
θέλω ένα τσιγαράκι
και να πιω ένα κρασάκι να ξεχνώ τα βάσανά μου.
έπαιζε με την λατέρνα και ποτέ δεν σταματούσε
μα όταν άκουγα το λόγο
τον κοιτούσα εις τα μάτια κι ένα δάκρυ του κυλούσε.
μα τι έπαθες ρωτάω εσύ κλαις όλη την ώρα
κι όταν λέει η λατέρνα
για τα όμορφα κορίτσια μοιάζεις με του ουρανού την μπόρα.
κλαίω πάντα κύριέ μου για δυο όμορφα κορίτσια
που χε αγκαλιά η μάνα
και ευτυχία την γεμούσαν με τα νάζια και καπρίτσια.
ώσπου ξαφνικά ο χάρος της επήρε της το ένα
και το άλλο στο κρεβάτι
αργοπέθανε σιμά της δεν της έμεινε κανένα.
από τότε πάει κι ανάβει των παιδιών της τα κεράκια
επροσμένοντας την ώρα
που θε να κρατήσει πάλι των παιδιών της τα χεράκια.
κι ενώ ήτανε σκυμμένος και πνιγόταν στην πικρία
σήκωσε του κεφαλιού την όψη
κι είδα πως ο κύριος ήταν της λατέρνας η κυρία.

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.