Τότες, στη μακρινή τους οδοιπορία οι φίλοι χρειάστηκε να διέλθουν τη γέφυρα που έβγαζε από τον οικισμό στον κάμπο ενώνοντας τις δυο όχθες του χάσματος που είχε δημιουργήσει η ορμή του νερού του μεγάλου ρέματος, όταν βεβαίως αυτό αποφάσιζε να διασχίσει τη χάραξη που δημιουργήθηκε διά των αιώνων. Τώρα δεν υπήρχε γέφυρα, δεν υπήρχε ρέμα!..
Κει στο όριο με τους αγρούς βρήκαν έναν ασπρομάλλη συναπαντητή, ο οποίος εφάνη αν όχι γνωστός, πάντως οικείος. Ω, μα ναι, δεν ήταν ένας τυχαίος συναπαντητής, ήταν ο Λευτέρης, ο μηχανικός του έργου της παλιάς γέφυρας του Ξεριά, που τότε στη συνάντησή τους τη μελετούσε και που ποτέ δεν επισκευάστηκε. Θυμάστε, νομίζω, αναγνώστες μου τα προβλήματα που είχε εντοπίσει ο μηχανικός στη γέφυρα κατά τη τοτινή συνάντηση με τους ήρωές μας και την αγωνία του για το έργο. Ποια η εξέλιξή του; Μας λέγει σχετικά…
– Το έργο δεν έγινε τελικά. Η κοινοτική αρχή συνεχώς παράτεινε το χρόνο έναρξής του, μετά ανακοινώθηκε η αναβολή του και στο τέλος η ακύρωσή του με εντολή της Περιφέρειας, καθώς κρίθηκε ασύμφορο και ανεπαρκές σε σχέση με το μεγαλύτερο και αποτελεσματικότερο που προγραμματιζόταν κι ήταν το μπάζωμα του Ξεριά. Έτσι, είπαν με την απόφασή τους, θα λυθεί διά παντός το πρόβλημα πλημμυρισμού της περιοχής. Τι κι αν αντέδρασα, τι κι αν ωρυόμουν ότι είναι ολέθριο λάθος να κλείνεις υδάτινους αποδέκτες, να εξαφανίζεις τη φύση λειτουργώντας πρόχειρα κι αντιπεριβαλλοντικά, ότι έτσι δημιουργείς μεγαλύτερο πρόβλημα… Εις μάτην, λες και δεν είχα φωνή! Αποφάσεις πολιτικές, εξυπηρετήσεων, στις οποίες εμείς οι εφαρμοστές τους φαινόμαστε μικροί κι αδύναμοι, και που φυσικά δεν ακουγόμαστε. Ο ρόλος μας, κατ’ αυτούς, είναι να εφαρμόζουμε και μόνον!
– Μα καλά, δεν έβλεπαν το παράλογο μιας τέτοιας ενέργειας; Διερωτήθηκε ο Πετρής.
– Δυστυχώς όχι. Βλέπετε…, ήταν και το κονδύλι για το έργο μεγάλο, συνεπώς τα συμφέροντα πολλά. Κρίθηκε δε ως έργο ότι είναι αναπτυξιακό, κι έτσι «έδεσε» το πράγμα δικαιολογώντας την οπωσδήποτε πραγματοποίησή του. Η τοπική κοινωνία το αποδέχθηκε σε αυτή του τη διάσταση, πειθώμενη για την αξία του, καθώς σε παλαιότερες εποχές είχε βασανιστεί από τον Ξεριά με τους πλημμυρισμούς του κι επιζητούσε την οπωσδήποτε τακτοποίησή του. Ήταν απρόβλεπτο το εν λόγω ρέμα κι επικίνδυνο ̇ διαβολόρεμα!.. Μα μολαταύτα πείστηκε η κοινωνία γιατί ήθελε τη θεραπεία του τόπου κι έβλεπε θετικά κείνο που της προτείνονταν για το σκοπό αυτό ως σωτηρία.
– Και τι έγινε στην πορεία; Ο Ξεριάς αποσβέστηκε; Θαμμένος έπαψε να πλημμυρίζει; Ρώτησε με υποψία ο Παυλής, γνωρίζοντας μολοντούτο ως επιστήμονας της φύσης την αυτονόητη απάντηση.
– Φυσικά και δεν έπαψε να πλημμυρίζει. Οι πλημμυρισμοί μάλιστα έγιναν συχνότεροι, εντονότεροι και περισσότερο καταστροφικοί από ποτέ. Και τούτο διότι το ρέμα δε βρίσκει πια το δρόμο του για να ρεύσει αφού είναι μπαζωμένο και πλέον ξεχύνεται από τα ψηλά ανεξέλεγκτο στα χαμηλά προκαλώντας μεγάλες καταστροφές σε περιουσίες και υποδομές, και πλημμυρίζοντας ανά τακτούς χρόνους τον κάμπο. Και φαίνεται πως αποτελεί πάγια δέσμευση στον τοπικό προϋπολογισμό το κονδύλι για τις αποκαταστάσεις, αφού αυτές απαιτούνται πλέον σε συχνή βάση, γενόμενη λες η εν λόγω πρακτική συνήθεια κοινή, που τελικά δεν ενοχλεί ούτε ταράζει κανέναν, προτιμώντας ο άνθρωπος να ζει με την καταστροφή παρά με τη θεραπεία των αιτίων της. Θάλεγες πως είν’ αυτό εν είδος μιθριδατισμού στην καταστροφή, αφού ο άνθρωπος πεθυμά να την προσλαμβάνει και ν’ αποκαθιστά, παρά να την προλαμβάνει. Αλί!..

(από το βιβλίο μου “Αναζητώντας την Ενδοχώρα”, έκδοση ιδίου, Αθήνα 2020, https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=53486)

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.