Αν σκεφτείς την Ελλάδα στη φυσική της παρουσία, θα εκπλαγείς! Θα διαπιστώσεις ότι έχεις να κάμεις με χαρακωμένο τόπο, ταραγμένο κι απόκαμο, με φτωχό και «τρεμάμενο» πεδίο, που σε απελπεί και σε ταράζει. Ταυτοχρόνως όμως θα ιδείς στη ρυτίδα και το ρόζο του μια σημασία κι αξία, που δέος σε γεμίζει για την ακαταστάλαχτη σοφία του λίγου, του λιτού, του άφατου, του κρυμμένου στα σύχλια και τα βουβά στοιχεία της φυσικής συνέχειας. Μια δαιμονία θαρρείς πως τον τόπο παρατρέχει, γιατί είναι περίεργη των ανθρώπων η κατάβαθη σπουδή: να βλέπουν πέρα από το λίγο της γης, κεια στο λιανό χαμομηλάκι!..
Η φτενότης του τόπου φέρνει σέβας και γεννά ευθύνη, καθώς βλέπεις την κακοπάθεια στα γύρα με συναίσθημα και νοιώθεις την ευθύνη να σου κινά την ψυχή και να σε σπρώχνει στην αίσθηση. Σ’ αυτό τον τόπο, ναι!.., πρέπει να παλαίψεις με το μυστήριο της φύσης του, και να κάμψεις την ισχυροσύνη σου άνθρωπε, ενεργώντας στο μέτρο της γης. Γιατί, η κακοδαιμονία της ισχυρότης σου τον εδείνωσε και τον ταπείνωσε…
Με τέτοιο αίσθημα θαρρούμε πως πνοήθηκαν κειοί οι επιστήμονες της γης, οι πρωτουργοί δασολόγοι της δασικής υπηρεσίας, που ανέλαβαν κάποτες, σε δύσκολους καιρούς, με ελάχιστα μέσα και πολύ θέληση, επιστημονικά να του σταθούν και να τον πρέψουν, αφού όμως πρώτα τον εννόησαν στη φύση του και τον είδαν στα μύχιά του. Συνετά, διοργανιστικά λειτούργησαν στο φυσικό χώρο, φτιάχνοντας φύση και δίνοντας ζωή στη δεινωμένη γη −κι από τα τόσα που πρόσφεραν, μένουμε εν προκειμένω στ’ ό,τι ημέρεψαν το χειμάρρι και στήριξαν τη διαβιβρώσκουσα ορεινή κι ημιορεινή γη. Μα και οι αργάτες της υπαίθρου −άλλοι «θεριοί» «ποιητές» της γης κι αυτοί!−, ίδια ενήργησαν σα βαθμίδωσαν την πλαγιά για να την καλλιεργήσουν, «χτίζοντας» τον τόπο τους μ’ ευθύνη −χωρίς την κυρα-επιστήμη να έχουν για οδηγό, μα με την προνοητική μέσα τους σοφία. Είχεν, τελικώς, πολύ βάθος ο τόπος ο λεπτοφυής, ο σκληρός, ο λίγος, κι ήθελε σπουδή, κι ευθύνη και συναίσθημα η φύση του για να εννοηθεί…
Τον τόπο τον ελληνικό, εάν με βιάση τον ιδείς, ξηρό και στερημένο θα τον πεις. Θα τον προσπεράσεις ως άμοιρο διότι αποστερήθη αφθονίας, π’ απορρέει της πλουσιότης του βασικότερου των φυσικών στοιχείων, του νερού. Μα εάν περισσότερο σ’ αυτόν σταθείς, θα διαπιστώσεις το παράξενό του: ότι πλήγεται από το στοιχείο που −κατά το μάλλον ή ήττον− του λείπει˙ δηλαδή από το νερό! Η χώρα μας αυλακώνεται, χαρακώνεται, παρασέρνεται από το νερό, παρά το γεγονός ότι με κόπο το έχει! Τι συμβαίνει λοιπόν στη χώρα αυτή την παράξενη, που πνίγεται με νεφέλη λιγοστή, που όμως βίαια εκδηλώνεται; Ας τη δούμε στη φυσική της συνθήκη.
Η Ελλάδα κατά το μέγιστό της ανήκει στη ζώνη των μεσογειακών χωρών που υπάγονται στη ζώνη της λειψυδρίας λόγω ανισοκατανομής των βροχοπτώσεων, των οποίων το 80% πέφτει την περίοδο Οκτωβρίου – Απριλίου. Οι ζώνες λειψυδρίας μπορεί να μεταβληθούν σε ζώνες πλημμυρών, όταν συμβούν καταρρακτώδεις βροχές μικρής διάρκειας (120-150 χιλ./24ωρο) και τα εδάφη είναι ανοχύρωτα στο νερό. Ο μεσογειακός τύπος κλίματος αυτών των περιοχών, που έχουν μιαν ευρύτερη διάδοση λόγω των ίδιων κλιματικών και περιβαλλοντικών συνθηκών σε συγκεκριμένες περιοχές της γης, χαρακτηρίζεται από ξηρά και με υψηλές θερμοκρασίες καλοκαίρια, στα οποία οι βροχές είναι λιγοστές, μα όταν συμβαίνουν έχουν μεγάλη ραγδαιότητα, καθώς κι από ήπιους χειμώνες, με μικρά ή μεσαία ύψη βροχής. Η έλλειψη βλάστησης και αντιπλημμυρικών έργων, όπως και η κακοδιαχείριση των εδαφών (συνεχείς πυρκαγιές, υπερβόσκηση, έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα, εκχερσώσεις, εντατική και εξαντλητική καλλιέργεια κ.ά.), αυλακώνει τη χώρα, η οποία γίνεται έτσι χειμαρρική.
Η Ελλάδα είναι χώρα χειμάρρων. Είναι χώρα πεπρωμένη, ουχί γιατί στερείται το υγρό στοιχείο, αλλά γιατί, παρά τ’ ό,τι δεν το έχει σε αφθονία, μολοντούτο παραδέρνεται από την παρουσία του! Τόποι ξεροί, στεγνοί, διψασμένοι, γένονται ευθύς με την πρώτη νεφέλη ρεύματα ακατάστατα, ορμητικά κι επικίνδυνα, που παρασέρνουν το έδαφος και το καταλήγουν στη θάλασσα. Σκελετοί γης μένουν οπίσω, τόποι βραχοποιημένοι, γυμνοί, έρημοι… −ως «νοσήσαντος σώματος οστά», παρομοίαζε ο Πλάτων στον «Τιμαίο & Κριτία» τη γη της Αττικής για τη σκελετοποιημένη της μορφή (αναφέρονταν στον 4ο αιώνα π.Χ.)
Πάνω από 1.000 τέτοιοι ορμητικοί κι επικίνδυνοι χείμαρροι «τρώγουν» την Ελλάδα στα ψηλά της. Απ’ εκεί, τα χειμαρρικά νερά «αδειάζουν» τη χώρα στα πεδινά της, για να χαθούν στη συνέχεια στη θάλασσα. Και τούτο αποτελεί ένα συνεχές κι ανομολόγητο κακό. Ένα βάσανο και μια καταδίκη για τη χώρα, που επιβάλλεται ν’ αντιμετωπιστεί για τη σωτηρία της. Μόνη άμυνα λοιπόν σε τούτη την Αποκάλυψη, στον Αρμαγεδώνα τον ελληνικό, η πολύτιμη φυσική βλάστηση, καθώς και τα έργα συγκράτησης της γης και διευθέτησης των χειμαρρικών νερών, που η δασική υπηρεσία κατασκευάζει στον ορεινό χώρο, αντιμετωπίζοντας τη χειμαρρικότητά του.
Στην Ελλάδα κυριαρχεί η κλίση. Το 75% της επιφάνειας της χώρας καλύπτεται από όρη και λόφους. Επί αυτής της επιφάνειας, το 60% είναι εδάφη με έντονες κλίσεις. Σε τούτα πρέπει να προσθέσουμε το ευαίσθητο στην ορμή του νερού γεωλογικό της υπόθεμα, που αποτελείται από ιζηματογενή πετρώματα (μάργες, ψαμμίτες, ψαμμόλιθους, κροκαλλοπαγή και κροκαλλώδη πετρώματα κ.ά.), που καταλαμβάνει το 32,5% της έκτασής της, για να έχουμε έτσι μια πρώτη εικόνα της ευπάθειάς της στο νερό, που μεταφράζεται στην έντονη διαβρωτικότητα και χειμαρρικότητά της.
Το «κακό», όπως υπονοήθηκε, σ’ ό,τι αφορά στο φυσικό δυνάμενο της χώρας επεκτείνεται στον κλιματολογικό παράγοντα, που συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία κι επίταση του φαινομένου της χειμαρρικότητας. Κατ’ αρχάς ν’ αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν γενικώς ικανοποιητικά ύψη βροχής, μα παρόλα ταύτα η χώρα εμφανίζεται «ξηρή» και «πάσχουσα»! Τούτο συμβαίνει αφενός διότι υπάρχει άνιση κατανομή των βροχοπτώσεων στην επιφάνειά της, με τη βόρεια και τη δυτική Ελλάδα να εμφανίζουν ετήσιο ύψος βροχής που υπερβαίνει τα 1.000 mm, ενώ στη νότια Ελλάδα και την ανατολική νησιωτική, τα ύψη βροχής είναι αρκετά χαμηλότερα (από 370 mm), αφετέρου η χώρα εμφανίζει μακρά θερινή ξηρή κι άνοβρη περίοδο.
Στις περιοχές της χώρας με χαμηλό ύψος ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, οι βροχοπτώσεις είναι αιφνίδιες, έντονες και με ραγδαιότητα −καταρρακτώδεις τις λέμε, και κατά τη γλώσσα του λαού, δρόλαπες ή δρολάπια−, μ’ αποτέλεσμα το νερό να μη συγκρατείται και να μην αποθηκεύεται, αλλά να συγκεντρούται σε χειμάρρους κι ορμητικό να διαχέεται πλημμυρίζοντας περιοχές.
Στο αρνητικό αυτό περιβάλλον, έρχεται να προστεθεί η υστερούσα φυσική κάλυψη των εδαφών, η υποβαθμισμένη δασική βλάστηση της χώρας, η θιγμένη ή κατεστραμμένη από πυρκαγιές, εκχερσώσεις κι υπερβόσκηση˙ μια βλάστηση που ιδιαίτερα στις ξηροθερμικές περιοχές της Ελλάδας εμφανίζεται ελλείπουσα ή υπολειπόμενη, αδυνατώντας στην περίπτωση αυτή να εκπληρώσει τον οικολογικό της ρόλο. Με τούτα συμπληρούται το παζλ της αρνητικής εντροπίας που κατά βάσιν χαρακτηρίζει τα φυσικά αυτά συστήματα της χώρας.
Η φθορά, ως χαρακτηριστικό στοιχείο της παραπάνω κατάστασης, δηλούται με τα χειμαρρικά φαινόμενα που εκδηλώνονται στο φυσικό χώρο Αυτά έχουν ως βάση δημιουργίας τους παράγοντες φυσικούς, όπως το ευνοϊκό ανάγλυφο και τα έντονα κατακρημνίσματα, αλλά και παράγοντες ανθρωπογενείς, όπως η καταστροφή της φυσικής βλάστησης από τον άνθρωπο, με τη συνεχή επεκτατικότητά του σε περισσότερα εδάφη και την αρνητική λειτουργία του στο φυσικό χώρο.
Η ραγδαία, ριπώδης βροχή λοιπόν, με δύναμη πέφτει στη γης −ωσά να την πυροβολεί!− και την πληγώνει, ξεκινώντας το έργο της φθοράς της. Η γη, χωρίς βαστήγματα −ρίζες φυτών να την κρατούν−, ούτε διαπερατότητα ικανή, παραδίδεται ανυπεράσπιστη στην ανηλεή επίθεση του φυσικού στοιχείου. Υγραίνεται, μαλακώνει και δεν αντέχει το περίσσιο λόγω του νερού βάρος της στην πλαγιά. Αποσυνέχεται, ξεσκάφτεται και παρασέρνεται από το δυνατό νερό, που πια ρέει ορμητικά. Όλος ο τόπος γένεται ροή και καταλήγει σε αύλακες φαρδιούς, που η φύση τούς προνόησε για να δέχονται την ορμή της.
Οι χείμαρροι της γης, με τις όλο ροή φλέβες της, «φουσκώνουν από θυμό κι ένταση για το φθισικό της φύσης», και κάμνουν το γήινο οργανισμό μικρό κι αδύναμο, έρμ(ι)ο των παθών του. Τ’ ατίθασα χειμαρρικά νερά, ακατάσχετα κινούνται παρασέρνοντας τα πάντα στο διάβα τους, και δεν ημερεύουν παρά όταν ξεχυθούν και σκορπίσουν σε μέρη «ακάτεχα».
Κοιτώντας την Ελλάδα από ψηλά, βλέπεις περισσότερο καθαρά την αυλάκωσή της. Η άνωθεν εικόνα της τήν αποκαλύπτει, δείχνει κείνο που δε βλέπεται με την ευθεία κι άμεση ματιά: το αδόκητο βάθος της. Ο Maynard Owen Williams, συνεργάτης του National Geographic, είδε την Ελλάδα αυτήν από ψηλά το 1930, και την κατέγραψε στην έρευνα του περιοδικού με τα εξής λόγια: «Το υδροπλάνο μας ακολουθεί την ακτογραμμή της Πελοποννήσου, με το Χελμό και την Κυλλήνη πέρα από το δεξί φτερό. Εκεί όπου τα βουνά συναντούν τον παραθαλάσσιο κάμπο, απλώνονται γυμνές πλαγιές. Τα ορεινά λιβάδια, οι διαβρωμένες αργιλώδεις κλιτύες και οι εύφορες πεδιάδες χαράσσονται από κοίτες, που άλλοτε είναι κατάξερες κι άλλοτε μετατρέπονται σε ορμητικούς χειμάρρους».
Ο καλός πρόγονος, ο σοφός παππούς, έλεε πως «τ’ ορμητικό χειμάρρι είναι ο θυμός της φύσης για τις αμαρτίες του ανθρώπου πάνωθέ της». Έχει δηλαδή (το χειμάρρι), κατά την ορθή – ορθότατη αντίληψη του γέροντα, την ορμή από τη φύση του, καθώς προορίστηκε να εκφράσει την αντίδραση της γης στην καταπίεσή της από τον κυρίαρχο άνθρωπο και την υποβάθμισή της. Χρέος μας, ως υπεύθυνοι διαχειριστές, είναι ν’ αποκαταστήσουμε τη ζημιά που γίνηκε (που κάναμε) στη φύση, και να έχουμε στη συνέχεια αρμονική πόρεψη με αυτήν. Εάν την αντιπαλαίψουμε για το (δικαιολογημένο) «θυμό» της, εάν τής αντιπαρατεθούμε, τότε είναι σίγουρο πως θα βγούμε τραγικά χαμένοι.
Είναι χαρακτηριστικά ως προς τούτο −ως προς την αντίδραση της φύσης στις ενέργειες του ανθρώπου−, τα λόγια πάλι του γέροντα, που έλεε διδαχτικά: «…ποτέ μην τα βάλεις με πουλί, θα χάσεις!» Τόλεγε αυτό ξέροντας πως η φύση έχει τους δικούς της κανόνες κι αντιδρά στη βία, όπως εκδηλώνεται με τη μη λελογισμένη πράξη του ανθρώπου που δημιουργεί ανισορροπία, προσπαθώντας να σταθεί σύμφωνα με τους κώδικες λειτουργίας της.
Ο παραπάνω απλός άνθρωπος της γης φαίνεται πως έχει κοινή αντίληψη με τον διανοούμενο συγγραφέα, που λέγει: «Όλοι μιλούν για το ορμητικό ποτάμι που κυλά, κανείς όμως δεν αναφέρεται στη βία των δύο οχθών του που το συμπιέζουν» (Μπέρτολ Μπρεχτ). Αυτός βλέπει βία στην τιθάσευση της έκφρασης, αποδίδοντάς την συμβολικά ως η φύση που ασφυκτιά κι οδηγεί σε αντίδραση, σε θυμό, ακόμα και σε βία από τον καταπιεσμένο. Είναι μια κατάσταση αυτή φυσιολογική, εκδηλωμένη στα πλαίσια των μηχανισμών που την καθορίζουν εν σχέση με το γενόμενο.
Οι κώδικες λοιπόν φύσης και ζωής είναι κοινοί, και σε αυτή τη βάση πρέπει ν’ αντιληφθούμε τη σχέση μας με τον κόσμο και να λειτουργήσουμε ανάλογα. Βάζοντας τον εαυτό μας στη θέση του φυσικού στοιχείου γενόμαστε θεωροί της πράξης μας, νοοί ως προς το γίγνεσθαι, κι οπωσδήποτε σοφότεροι σε σχέση με τη διαχείριση των γύρω και γενικότερα του κόσμου μας.
Η παραπάνω ξήγηση της φύσης, επιστημονική ή φιλοσοφική, παράγωγο λαϊκής σοφίας ή διανόησης, διερμηνεύει την αντίδρασή της, π’ αποδείχνει τελικώς ότι το θυμωμένο χειμάρρι δεν αποτελεί άλλο τι, παρά το φυσικό επόμενο στη διαδικασία της υποβάθμισης του τόπου αλλά και του ανθρώπου, λόγω της ανισορροπίας που επήλθε στη φύση από τον κακό διαχειριστή άνθρωπο.
(από το βιβλίο μου “ΛΙΘΙΝΟΙ ΤΟΙΧΟΙ. Τοιχίζοντας και διευθετώντας το φυσικό χώρο”, έκδοση ιδίου, Αθήνα 2018,
https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=49135)
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.