Θρασήμι ο άνεμος σφυρά με θύμο και μ’ αψάδα
τραντάζει τα πορτόφυλλα, το σύμπαν ξελιθώνει
γρούζει η θάλασσα, θεριά, ξεσπά πάνου στα βράχια
και τα σκορπά και τα διαλυά σε χίλια δυο κομμάτια.
Φουσκώνει ο κατακλυσμός και ο νύλακας γιομίζει
άφθονο, αφριστό νερό, βρωμιάρικο π’ ορμίζει
και νοιώθεις πως θα καταπιεί τη γη που πονεμένη
στη μοίρα της αφήνεται, στο σάλο ριζικό της.
*
Όλα νεκρίλα, σκοτεινιά, μια δάγκα, μια φοβέρα,
θρασομανούν τα γήινα και με σεισμό ξεσπούνε,
κοιλάρφανα, ξεθέμελα, σκόρπια και πεταμένα.
Κούρνιασαν τα πετούμενα, τα σερπετά λουφάξαν
τ’ άγρια τρέξαν στη μονιά, τα ήμερα κρυφτήκαν
στυλώσανε το βλέμμα τους, αδειάσανε τη φλέβα
κράτησαν την ανάσα τους κι έγυραν από φόβο˙
τρομάξαν από το στοιχειό πώφερε την αντάρα!
*
Ίσκιος βουβός, θανατερός, απλώνεται στην πλάση
και μες στην κοσμοχαλασιά ρυάζεται λες ο χάρος,
είναι ο ίσκιος του που κλει και σφίγγει δαγκανάρι
την ξέπνοη μικρή ζωή, την έρμη, τη θλιμμένη.
Δριμόχολο ανήμερο, σα μαύρος καβαλάρης
με το σπαθί του αποτρυγά τα εύμορφα της φύσης
κι αφήνει χάος κι ερμιά, ανάθεμα και πόνο
−καταποτήρας που διψά να πιεί όλη την πλάση…
*
Φάγουσα βία του καιρού που σείει και θερίζει
που ξεχωνιάζει το σωρό, τη γη αναταράζει
και την εκάνει να ψυχά και να βογκεί με άχτι.
Άγρυπνη η φύση ‘γκομαχά, μετέχει στο χαμό της
δίνοντας σώμα και ψυχή, ζώχνοντας την κατάρα
πώχει κτυπήσει τη ζωή ως άγγελος θανάτου.
Γιατί το όλον συμφωνεί η γη αυτή να εκπέσει;
Γιατί πυώδης η ζωή εγίνη μες τη βία;
*
Το ανεμόβροχο βιτσιά, μαστίγιο και πόνος
πέφτει απάνου δυνατά στο σώμα, τ’ απιστώνει
σπρωχτά το πάγει και συρτά το φτάνει στ’ ακρομέρι
να το ερίξει στα γκεμνά θέλει μα περιμένει
αλυσωμένος στ’ αερικά ο άνθρωπος να κράξει
συνειδητός ν’ αναφανεί στο φοβερό κακό του.
Τι έφταιξε και γίνηκε τόσο κακό εξαίφνης;
Γιατί ο πλάστης θύμωσε και χαλαστής εγίνη;
*
Ω τέτοια αγρία ταραχή, τέτοιο χωλό ορμάδι
τέτοια αγριομάνητα, τέτοια σειστή αντάρα
δεν είδε πιότερη η γης −λες κι είν’ Αρμαγεδώνας,
λες κι είναι Αποκάλυψη, το τέλος ενός κόσμου,
ένοχου κι απόσκληρου, ενός μοιραίου κόσμου!
Έργο σου ο κατακλυσμός, δική σου η καταδίκη,
άνθρωπε που εχάλασες τη γη κι εγίνη έρμη,
τόσο φτωχή και σκοτεινή, τόσο μικρή και λίγη!..

(από την ποιητική μου συλλογή με τον τίτλο «Κλήρα», έκδοση ιδίου, Αθήνα 2017,

https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=41319)

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.