Ποια η διαδρομή του νερού; Πώς αυτό συμπεριφέρεται κατά την πτώση του στη γη ως ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα;
Το νερό που πέφτει στις ορεινές περιοχές της χώρας συγκεντρώνεται σε κανάλια (ρέματα) και ρέει προς τα χαμηλά. Ρέει αρχικά σε ρείθρα και στη συνέχεια σε μεγάλους αύλακες. Φτάνει, έτσι κινούμενο, σε ρέματα (χειμάρρους), για να καταλήξει σε μεγαλύτερα ρέματα (ποταμούς) ή σε λεκάνες συγκέντρωσης (λίμνες ή λιμνοδεξαμενές), ή στον τελικό μεγάλο αποδέκτη, που είναι η θάλασσα. Η συγκέντρωσή του εκεί γίνεται σε μια λεκάνη, την ονομαζόμενη λεκάνη απορροής ή συλλεκτήρια λεκάνη, που είναι ένα κοίλο της γης προς τον ουρανό, για να δέχεται (να συλλέγει) το νερό των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων και να το διοχετεύει προς τα χαμηλά. Από τέτοιες λεκάνες είναι κατάσπαρτος ο ορεινός χώρος της Ελλάδας. Με την ένταση του φαινομένου και την αύξηση της ταχύτητας του νερού, αυξάνεται και η παρασυρτική του δύναμη, κι όταν ξεπεραστεί ένα κρίσιμο όριο, από το οποίο και πέρα η ταχύτητα του νερού υπερνικά την αντίσταση εδάφους (του γεωλογικού υποθέματος), αρχίζει η απόσπαση και παράσυρση υλικών του εδάφους. Έτσι εκδηλώνεται η διάβρωση.
Το νερό, μετά τη λεκάνη απορροής οδηγείται στο επόμενο τμήμα του χειμάρρου, στην κοίτη εκκένωσης (ή «λαιμό»), όπου, μαζί με τις φερτές ύλες που μεταφέρει, οδηγείται με ταχύτητα προς τα κατάντη (προς τις κάτω περιοχές). Στα κατάντη οι κλίσεις του εδάφους μειώνονται και γίνεται απόθεση του φορτίου του νερού και όλης της ύλης που έχει παρασύρει. Διαμορφώνεται έτσι ο κώνος πρόσχωσης ή κοίτη απόθεσης, που αποτελεί περιοχή πλημμυρών κι έντονων καταστροφών, καθώς εκεί εκτονώνεται το πλημμυρικό φαινόμενο. Το τελευταίο τμήμα του χειμάρρου είναι η κοίτη εκβολής, που συνδέει τον κώνο πρόσχωσης με το μεγαλύτερο αποδέκτη (τη θάλασσα), όπου καταλήγουν τα χειμαρρικά νερά. Σε αυτό το στάδιο, τα νερά είναι κατά κανόνα καθαρά, αφού οι φερτές ύλες έχουν κρατηθεί στον κώνο πρόσχωσης.
Αν παρατηρήσουμε την Ελλάδα στη φυσική της παρουσία, θα εκπλαγούμε! Θα διαπιστώσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν έντονα διαβρωμένο ορεινό χώρο, λόγω της απώλειας της δασικής βλάστησης στο μεγαλύτερο μέρος του, που προέκυψε εξαιτίας της συνεχούς κατοίκησης αυτού του χώρου και της έντονης δραστηριοποίησης του ανθρώπου σε αυτόν (ο άνθρωπος αφαιρούσε τη δασική βλάστηση για χρήση του ή για να εκμεταλλευτεί γεωργικά ή κτηνοτροφικά τη δασική γη). Τούτο είχε ως αποτέλεσμα ο εν λόγω χώρος να υποβαθμιστεί, και το νερό αποτέλεσε βασικό και κρίσιμο παράγοντα στην κατάστασή του αυτή. Καθότι, πέραν της μορφολογίας (του αναγλύφου) της χώρας, με το 75% της επιφάνειάς της να καλύπτεται από όρη, βουνά και λόφους, και με το 60% της επιφάνειας αυτής να είναι εδάφη με έντονες κλίσεις, καθώς και της αρνητικής βλαστητικής της κατάστασης (της έλλειψης επαρκούς βλάστησης), αρνητικά συνετέλεσαν (και συντελούν) και οι μετεωρολογικοί παράγοντες, αφού στην Ελλάδα συμβαίνουν καταρρακτώδεις βροχές μικρής διάρκειας και με μεγάλη ραγδαιότητα. Τα εδάφη στην κατάσταση αυτή είναι ανοχύρωτα στο νερό και παρασύρονται, καθώς το νερό, υπό αυτές τις συνθήκες, έχει μεγάλη δύναμη, χωρίς παράλληλα ν’ ανακόπτεται ή να συγκρατείται στην κίνησή του, κατακλύζοντας τις υποκείμενες του ορεινού χώρου περιοχές. Η έλλειψη βλάστησης και αντιπλημμυρικών έργων αυλακώνει τη χώρα, η οποία έτσι γίνεται χειμαρρική.
Η Ελλάδα είναι χώρα χειμάρρων. Πάνω από 1.000 ορμητικοί κι επικίνδυνοι – καταστροφικοί χείμαρροι την «τρώγουν» στα ψηλά της. Απ’ εκεί, τα χειμαρρικά νερά πέφτουν στα πεδινά της, για να χαθούν στη συνέχεια στη θάλασσα. Υπολογίζεται ότι το 60% του ορεινού ελληνικού χώρου καταλαμβάνεται από τους χειμάρρους και τις λεκάνες απορροής τους!
Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι, η κρίσιμη περιοχή στην πορεία του χειμάρρου βρίσκεται αφενός μεν στη λεκάνη απορροής, αφετέρου δε στον κώνο πρόσχωσης, καθώς από τα ψηλά χάνεται η γης, για ν’ αποτεθεί με βίαιο και καταστρεπτικό τρόπο στα χαμηλά. Στις περιοχές αυτές, που πλήττονται από τη χειμαρρική δραστηριότητα, και αποτελούν κατά το πλείστον πεδία εντόνου φθοράς και υποβάθμισης (στα ορεινά λόγω απώλειας της δασικής βλάστησης και στα πεδινά λόγω απώλειας της συνέχειας των ρεμάτων, με έργα και κατασκευές που υφίστανται στο ενεργό του τμήμα), συνηθίσαμε να λέμε ότι συντελείται ένα φυσικό φαινόμενο, όμως τούτο είναι λάθος αφού το δημιουργούμενο πλημμυρικό φαινόμενο έχει ως αίτιό του την υποβάθμιση ή την καταστροφή που ο άνθρωπος έχει επιφέρει στη φύση… -το νερό αναζητά το δρόμο του και δεν τον βρίσκει, γι’ αυτό κι αντιδρά βίαια κατά την εκτόνωση του φαινομένου!.. Είναι συνεπώς το ζήτημα της ορθής διαχείρισης του νερού, ζήτημα που αναφέρεται στον ευρύτερο χώρο της περιοχής, ξεκινώντας από τα ορεινά και φτάνοντας στα πεδινά, και δεν περιορίζεται σε αποσπασματικά μόνο μέτρα που λαμβάνονται σε τμήματα των ρεμάτων (κάτι που λανθασμένα ακολουθείται σήμερα).
Η επέμβαση στον ορεινό χώρο κι ειδικότερα στη λεκάνη απορροής, καθίσταται αναγκαία προκειμένου να υπάρξει αποκατάσταση και φυσική ισορροπία και «το νερό να βρει –έτσι– το δρόμο του». Αυτό επιτυγχάνεται με αναδασώσεις που πραγματοποιούνται στη λεκάνη απορροής και τη δημιουργία εκεί “υδρονομικού” δάσους, καθώς και με τεχνικά έργα, κυρίως με φράγματα που αναχαιτίζουν την ορμή των νερών και συγκρατούν τα φερτά υλικά (πέτρες, χώμα και κροκάλες), τα οποία μεταφέρονται με το νερό. Επιπλέον και συνδυαστικά με αυτά, γίνονται αντιπλημμυρικά έργα στα πεδινά και αποσφράγιση (άνοιγμα) ρεμάτων, με ξαναδημιουργία τους όπου έχουν μπαζωθεί, καθώς και απόφραξή τους όπου έχουν κλείσει με κατασκευές και ανθρώπινα έργα. Το νερό πρέπει να ρέει ομαλά σε κύρια κανάλια, να συγκεντρώνεται σε λεκάνες και να αξιοποιείται -κατά το δυνατόν- σε παραγωγικές δραστηριότητες, συμμετέχοντας με τον κύκλο του (τον κύκλο του νερού) στον κύκλο της ζωής, σε μια κατάσταση ισορροπίας φύσης και ανθρώπου.

(από το βιβλίο μου “ΛΙΘΙΝΟΙ ΤΟΙΧΟΙ. Τοιχίζοντας και διευθετώντας το φυσικό χώρο”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2016, https://www.bookstation.gr/Product.asp?ID=49135)

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.