Στον ιστοχώρο του vachosradio θα φιλοξενούμε από σήμερα τον γνωστό Λάκωνα λογοτέχνη και συγγραφέα Βασίλη Γ. Βλαχάκο! γνωστός στην Λακωνία και όχι μόνο, με το συγγραφικό του έργο, και τις πνευματικές δημιουργίες του! Θα τον υποδεχτούμε με την αυτοβιογραφία του!

Εβδομήντα τέσσερα βαγόνια-αλυσίδα
πάνω στου χρόνου το συρμό
γεμάτα με χιλιάδες αναμνήσεις
ταξιδεύουν στης μνήμης τον ειρμό.
«Μετ’ επιστροφής» το εισιτήριο η ελπίδα
το παρόν με το παρελθόν σε συνειρμό
βουρκώνει η ψυχή από τις συγκινήσεις
χτυπά η καρδιά συναγερμό».

Γεννήθηκα μια νύχτα του Γενάρη
στο ιστορικό και όμορφο Βαφειό
ένα παγερό και ματωμένο βράδυ
σαν η μαμή με τραβούσε στη ζωή
έσκιζαν ριπές απ’ έξω το σκοτάδι
φονική υποδοχή από την Kατοχή.
Η κούνια που με κούναγε, κι ακόμα
τριών χωριών σαν κούνησε παιδιά
κειμήλιο η παιδική μου προίκα
αγέραστη, στοργική, λειτουργική
κούνησε τα παιδιά μου, τα εγγόνια
και παραμένει η αγκαλιά της ανοιχτή.
Μπουσούλησα στις κουρελούδες
από το χέρι «στράτα-στράτα» και δειλά
στάθηκα όρθιο, έκανα «δέντρα»
περπάτησα «στο χρόνο» στην αυλή
κ’ έτρεξα ξυπόλητο στο δρόμο
ξεπεταρούδι, ελεύθερο πουλί.
Με το παιχνίδι ξέχναγα την πείνα
μεγάλωσα με τα παραμύθια του παππού
γύρω στο τζάκι, και με τη τσιμπίδα
τα κούτσουρα σύμπαγα στη χειμωνιά
«μπρος πύρα και πίσω κλαδευτήρα»
η στοργή και η αγάπη ζεστασιά,
οι γονείς μου μες τη βιοπάλη
λούζονταν με τον ιδρώτα στη δουλειά.
Υπάκουο και πρόσχαρο, με τρόπους
ήταν το σπίτι το πρώτο μου σχολειό
με τα «πώς» τα «πού» και τα «διότι»
αμέτρητα τα «πρέπει» και τα «μη»
ψεύτικη ποτέ δεν ήταν η συγγνώμη
αληθινές οι απαντήσεις στο «γιατί»
σεβόμουν όλους τους ανθρώπους
και μ’ αγαπούσαν όλοι στο χωριό.
«Μικρό χωριό μεγάλη αντάρα»
με ρούγες, πανηγύρια κ’ εορτές
η στέρηση έσπαζε τον κουμπαρά της
η φτώχεια μοίραζε στα δύο τη μπουκιά
προσφάι στη χούφτα μας το γέλιο
η πόρτα της αγάπης δίχως κλειδαριά
έβαζε στο μίσος κοντομήρι,
έβγαζε ζεστή ο φούρνος ανθρωπιά
χωριάτικο ψωμί η αλληλεγγύη
η λαγάνα μοίραζε χαρά στη γειτονιά,
έβραζε το χωριό στο ίδιο το καζάνι
δεν είχαμε ανάμεσά μας μυστικά.
Κι απ’ το χωριό ευρέθηκα στην πόλη
«από κοντά» τον πατέρα μην χαθώ
μέσα σε ένα παιδικό μελισσολόι
σ’ ένα προαύλιο γεμάτο οχλοβοή
με άγχος και με χτυποκάρδι
περιμέναμε τις εξετάσεις σαν σφαγή.
Στην πρώτη μου επιτυχία τη μεγάλη
φόρεσα πηλίκιο με αριθμό
σαν γλόμπος, κουρεμένο το κεφάλι
«σαν τη μύγα μες το γάλα» οι μαθητές
με ωράριο η έξοδος στην πόλη
χωροφύλακες οι καθηγητές.
Υποψήφιος με άγχος και αγωνία
πέτυχα στην Ακαδημία, τι χαρά!
Με πλούτισε με γνώσεις η Ψυχολογία
η Παιδαγωγική και η Διδακτική
έτοιμος για λειτούργημα σπουδαίο
στης Παιδείας τον υπέροχο ναό.
Τη στρατιωτική μου υπηρέτησα θητεία
ανθυποσμηναγός-εκπαιδευτής,
με του δασκάλου έπειτα τον όρκο
έδωσα και την ψυχή μου στα παιδιά
τριάντα τρία χρόνια από την έδρα
ζύμωνα χαρακτήρες, έπλαθα ψυχές
σε δώδεκα σχολεία η καρδιά μου
χτύπαγε σαν το κουδούνι δυνατά.
Έφαγα τα χωριά με το κουτάλι
έκανα φίλους, και «όλα τα λεφτά»
οι μαθητές μου, σήμερα, στο δρόμο
που τρέχουν και με χαιρετάνε με χαρά.
Υπερήφανος για την οικογένειά μου
καμαρώνω παιδιά και εγγονούς
να έχουνε υγεία, στη ζωή τους τύχη
να μη σκοντάψει το νύχι τους ποτέ.
Με την Ποίηση είμαι ερωτευμένος
«τα λέω», πού και που, με τη Ζωγραφική
την Παράδοση την έχω σπιτωμένη
η «Ένωση» μου έχει ραγίσει την καρδιά,
η σύζυγος μου έχει εμπιστοσύνη
καμαρώνει και με στυλώνει ηθικά.
Υγεία να έχω να ζω το όνειρό μου
διαύγεια πνεύματος ως τα γηρατειά
να δίνω ό,τι καλό απ’ το μυαλό μου
και την αγάπη μου μες απ’ την καρδιά.

Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.