Γεννήθηκα στον Πειραιά σε μια εποχή που, πιτσιρικάδες εμείς στο μεγάλο λιμάνι, μαθαίναμε την ελληνική ιστορία πριν ακόμα πάμε στο σχολείο, στον μεγάλο μπερντέ του Χαρίδημου, στο Θέατρο Σκιών στο Πασαλιμάνι. Εκεί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, οι Μαυρομιχαλαίοι και οι Μανιάτες, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Μάρκος Μπότσαρης, οι Τζαβελαίοι και οι Σουλιώτες, κατατρόπωναν μιλιούνια από ασκέρια Τούρκων και Τουρκαλβανών γεμίζοντας τη σκηνή με πυραμίδες από τους πεσμένους εχθρούς του ελληνικού έθνους, καθώς ο Μιαούλης και ο Κανάρης βούλιαζαν και πυρπολούσαν με τα μπουρλότα την τούρκικη αρμάδα.
Σίγουροι και γεμάτοι υπερηφάνεια γι αυτό που ήταν η Ελλάδα, φτιάχναμε κι εμείς τις δικές μας φιγούρες του Καραγκιόζη, και στα δικά μας ερασιτεχνικά σεντόνια που τα φωτίζαμε με κεριά, πιστοί στην μιμητική της διαχρονικής αρχαιοελληνικής κουλτούρας, σαρώναμε τους προαιώνιους εχθρούς μας και τους εξαφανίζαμε από της γης την όψη.
Ήταν μέσα περίπου δεκαετίας του 1950 όταν, στη Χρυσούπολη Καβάλας όπου ζούσαμε τότε λόγω μετάθεσης του πατέρα μου (υπηρετούσε εκεί ως διοικητής Υποδιοικήσεως Χωροφυλακής Νέστου), μας επισκέφθηκε από τη Θάσο, πατρίδα της μητέρας μου, η γιαγιά μου, γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη (είμαι κι εγώ όπως και οι μισοί Έλληνες, μικρασιάτικης προέλευσης, απ’ τη μανογενιά μου εγώ, το γένος Πορτοκάλογλου, με έναν ξάδελφο τραγουδοποιό που ποτέ δεν έτυχε να γνωρίσω στη ζωή μου). Κάθονταν λοιπόν η γιαγιά μου και παρακολουθούσε τις εθνο-καλλιτεχνικές μου προσπάθειες στον μπερντέ και τις θριαμβευτικές ελληνικές νίκες που με αυτοπεποίθηση και καμάρι χειραγωγούσα ενάντια στην Τουρκιά. Και σε κάποια στιγμή κουνώντας το κεφάλι της με θλίψη μου είπε μελαγχολικά: «Παιδί μου, δεν μπορούμε να τους νικήσουμε στην πραγματικότητα και παρηγοριόμαστε με το να τους νικάμε με τις χάρτινες φιγούρες». Θυμάμαι επακριβώς την απρόσμενη έκπληξη που ένοιωσα και την ενστικτώδη αντίδρασή μου. «Πάει η γαγιά», είπα, «την πήραν τα χρόνια και άρχισε να τα χάνει, εμείς τους Τούρκους; Τι λέει τώρα; Την καημένη…» και συνέχισα ακάθεκτος την εξολόθρευση όλων των Οθωμανών και των Τουρκαλβανών τους.
Θα μου πείτε, τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη σημερινή κατάσταση; Μπα, καμία. Έτσι συνειρμικά τα θυμήθηκα, επειδή απ’ ότι φαίνεται υπάρχει κάποια μικροπαρεξήγηση πάλι με τους Τούρκους. Ευτυχώς σήμερα διαθέτουμε μια στιβαρή ευρωπαϊκή κυβέρνηση και μια υποδειγματική δημοκρατική πολιτεία, που μας κάνει να κοιμόμαστε ήσυχοι (ήσυχοι είπα, όχι όρθιοι). Αυτό δα μας έλειπε να είχαμε στη θέση των πανάξιων ηγετών μας φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, με τον Χατζηαβάτη για πρωθυπουργό, τον Σιορ Διονύσιο για υπουργό των Εξωτερικών, τον Σταύρακα για υπουργό Εθνικής Άμυνας, τον Κεκέ για κυβερνητικό εκπρόσωπο, τα Κολλητήρια (παιδιά του Καραγκιόζη) υπουργούς Μετανάστευσης και Ασύλου, Υγείας, Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, και την Αγλαΐα (γυναίκα του Καραγκιόζη) για πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας, με τον αυθεντικό Καραγκιόζη απευθυνόμενο στο φιλοθεάμον κοινό να κουνά πέρα δώθε το ποτιστήρι του, φωνάζοντας το εμβληματικό: «Κυρίες και κύριοι, η παράστασή μας έλαβε τέλος, Αύριο νέον έργο: Ο Καραγκιόζης Δήμαρχος». Αχ, εδώ στο «Νότο», ποια πόλη, ποια χώρα, ποια θάλασσα μας ταξιδεύει τώρα…
Χρίστος Γούδης
Comments are closed, but trackbacks and pingbacks are open.